Συγκεκριμένα στοιχεία της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Καραμανλή έδωσαν στην δημοσιότητα υπουργοί που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις της ΝΔ κατά την περίοδο 2004- 2009 απαντώντας στο δημοσίευμα της εφημερίδας «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο».
Στην εφημερίδα παρουσιάζονται στοιχεία – που αμφισβητεί η πλευρά Καραμανλή – σύμφωνα με τα οποία «για τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο το όργιο της σπατάλης την περίοδο 2004-2009 το οποίο εκθέτει πολιτικά τόσο τον Κ. Καραμανλή όσο και τους υπουργούς Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη και Ι. Παπαθανασίου, αλλά και τον υπουργό Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο, υπεύθυνο για τις εκατοντάδες χιλιάδες προσλήψεις της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης».
Υπουργοί που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή σημειώνουν ότι:
«Το μέγεθος του Δημοσίου χρέους δεν αποτυπώνεται σε απόλυτα νούμερα, αλλά πάντοτε ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ακόμη όμως και αν πάρει κανείς τα στοιχεία του ίδιου του ρεπορτάζ σε απόλυτους αριθμούς, το χρέος επί Ανδρέα Παπανδρέου υπερδεκαπλασιάστηκε (αύξηση 1050 %) »
Συνεργάτες του Κ. Καραμανλή υποστηρίζουν ότι η αύξηση του χρέους επί των ημερών της ΝΔ αναλύεται ως εξής:
Την 31/12/2003 το Χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν 182. δισ. ευρώ και την 31/12/2008 διαμορφώθηκε σε 262 δισ. ευρώ. Δηλαδή αυξήθηκε κατά 80 δισ. ευρώ.
Πού πήγαν αυτά τα χρήματα:
• 50 δισ. πήγαν για την πληρωμή τόκων, στο δημόσιο χρέος που κληρονόμησε η Νέα Δημοκρατία.
• 10 δισ. πήγαν για την πληρωμή αμυντικών εξοπλισμών που είχαν παραγγελθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και πληρώθηκαν επί ΝΔ.
• 2,5 δισ. πήγαν για χρέη Νοσοκομείων που βρήκε η ΝΔ από προηγούμενα χρόνια.
• 7 δισ. πήγαν για υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
• Δηλαδή από τα 80 δισ, τα 70 περίπου, πήγαν για την κάλυψη υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, του ΠΑΣΟΚ.
Οι ίδιες πηγές τονίζουνεπίσης ότι «ακόμη και αν συνυπολογίσουμε το 2009, χρονιά που το Δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά πολύ, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες, λόγω της διεθνούς κρίσης, η συνολική εικόνα δεν αλλάζει. Στο τέλος του 2009, το χρέος ήταν 298 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξημένο κατά 116 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2003.
Στο διάστημα 2003 – 2009 οι τόκοι που πληρώθηκαν ήταν 61 δισ. ευρώ, 20 δισ. ήταν οι δαπάνες για εξοπλισμούς, χρέη νοσοκομείων και ταμεία που αναλύσαμε παραπάνω. Άλλα 5,2 δισ. καλύπτουν τις δαπάνες για την απόκτηση προνομιούχων μετοχών των τραπεζών και την αύξηση κεφαλαίου του ΤΕΜΠΜΕ, στο πλαίσιο των προγραμμάτων ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας και στήριξης του τραπεζικού συστήματος. Τα υπόλοιπα 30 δισ. περίπου είναι το έλλειμμα του 2009, όπου φρόντισε να το φτάσει το ΠΑΣΟΚ. Εν πάση δε περιπτώσει η Κυβέρνηση Κ. Καραμανλή δανείσθηκε, μεταξύ 2004-2009, πρωτογενώς λιγότερο από 10 δις. Πρόκειται για το μικρότερο ετήσιο ύψος πρωτογενούς δανεισμού τουλάχιστον από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη»
Για τις προσλήψεις στο δημόσιο συνεργάτες του πρώην Πρωθυπουργού αναφέρουν
• Η διαφορά μεταξύ 2004 και 2009 είναι 58.257 περισσότεροι υπάλληλοι
• Απ΄αυτούς οι 33.500 δεν προσλήφθηκαν πρωτογενώς αλλά προέρχονται από εκείνους των οποίων οι ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου, κατ’ εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004
• Συγκεκριμένα η Κυβέρνηση Κ. Σημίτη αφενός είχε «κληροδοτήσει» το 2004 στην Κυβέρνηση Κ. Καραμανλή περί τους 129.000 συμβασιούχους ορισμένου χρόνου και έργου.
• Μεταξύ 2004-2009 προσλήφθηκαν πρωτογενώς, και για την κάλυψη υφιστάμενων τεράστιων κενών του στενού δημόσιου τομέα – πάντοτε δε μέσω ΑΣΕΠ – 24.757 δημόσιοι υπάλληλοι. Εκ των οποίων πάνω από 10.000 στους ΟΤΑ α΄και β΄ βαθμού.
• Ο κατ’ έτος μέσος όρος προσλήψεων μεταξύ 2004-2009 ήταν ο μικρότερος, τουλάχιστον μετά το 2000.
• Την περίοδο 2004-2006 ο αριθμός των συμβασιούχων αυτών ήταν σχετικά υψηλός – αλλά ίσος μ’ αυτόν που προσέλαβε το ΠΑΣΟΚ προ του 2004 – είναι διότι κατά τα τρία αυτά χρόνια ανανεώθηκαν υποχρεωτικώς, όσο διαρκούσαν οι διαδικασίες του ΑΣΕΠ, οι προ του 2004 συμβάσεις εκείνων, οι οποίοι είχαν προσληφθεί, όπως τονίσθηκε, από τις Κυβερνήσεις Σημίτη και ενέπιπταν στις διατάξεις του Π.Δ. 164/2004. ΄Ητοι οι συμβάσεις που τελικώς μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου. Γι’ αυτό και μετά το 2007 «έπεσαν» καθέτως, φθάνοντας πλέον στο μικρότερο επίπεδο, τουλάχιστον μετά το 2000.