Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της κοιμήσεως του μακαριστού Γέρ. Ιωσήφ του Ησυχαστή (2 Νοεμβρίου 1898 – 28 Αυγούστου 1959), δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος από ένα σημαντικό άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Γ. Μαντζαρίδη, σχετικά με την ιδιαίτερη συμβολή της οσιακής αυτής προσωπικότητας του σύγχρονου Μοναχισμού στην ανάσχεση της πληθυσμιακής φθοράς που χαρακτήριζε μέχρι τις μέρες του την Αθωνική Πολιτεία.
Η σταθερή ανάκαµψη του αγιορειτικού µοναχισµού, που παρατηρείται σήµερα, άρχισε να επισηµαίνεται στατιστικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από στατιστική έρευνα, που πραγµατοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1972, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των µοναχών του Αγίου Όρους ανερχόταν στους 1.146. Ο αριθµός αυτός ήταν υψηλότερος κατά µία µονάδα από τον αριθµό των µοναχών, που παρουσίαζε για το προηγούµενο έτος (1971) το περιοδικό Irénikon [1], όπου δηµοσιεύονταν κατά καιρούς στατιστικά στοιχεία των αγιορειτών µοναχών. Έκτοτε η σταθερή πτώση του αριθµού των µοναχών της Αθωνικής Πολιτείας µεταβλήθηκε σε σταθερή ανάκαµψη, που έγινε πλέον εντυπωσιακή.
Στην ανάκαµψη αυτή συνέβαλαν ασφαλώς πολλοί παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι οµαδικές προσελεύσεις συνοδειών από µονές εκτός Αγίου Όρους. Πέρα όµως και πριν από την προσέλευση των συνοδειών αυτών υπήρξε και η παρουσία ισχυρών προσωπικοτήτων µέ έντονη πνευµατική και ηθική ακτινοβολία, που προετοίµασαν και στήριξαν την ανοδική πορεία του Αγίου Όρους. Κορυφαία θέση µεταξύ αυτών κατέχει ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στον οποίο ανάγουν σήµερα την πνευµατική τους πατρότητα έξι από τις είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους [2].
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και προσήλθε στον µοναχισµό σε περίοδο εκκοσµικεύσεως και παρακµής της µοναχικής και γενικότερα της εκκλησιαστικής ζωής. Δέκα περίπου χρόνια µετά τη γέννησή του, το 1907, ο αρχιµανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος ίδρυσε την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή», που απαρτιζόταν από κληρικά και λαϊκά µέλη µέ δεσµεύσεις µοναχικής ζωής, και προσπάθησε να καλύψει σηµαντικά κενά του ποιµαντικού έργου της Εκκλησίας. Με την ίδρυση της αδελφότητας αυτής ανασυστάθηκε ένας ενδοκόσµιος µοναχισµός, που επηρέασε αποφασιστικά την πορεία της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλαδική και την ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα αρκετοί ιεροµόναχοι και µοναχοί επηρεασµένοι από το πνεύµα της εκκοσµικεύσεως εγκατέλειψαν τις µονές τους που βρίσκονταν έξω από τον κόσµο και ανέλαβαν εκκλησιαστικά λειτουργήµατα µέσα στον κόσµο. Τέλος αρκετοί ιεράρχες κατά την περίοδο αυτήν επικαλούµενοι τα ζωτικά κενά του ποιµαντικού έργου της Εκκλησίας ήταν αρνητικά τοποθετηµένοι απέναντι στον αναχωρητικό µοναχισµό, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στον «Οργανισµόν του µοναχικού βίου», που εξέδωσε το 1932 για την αναβίωση του µοναχισµού, ορίζει ως σκοπό του µοναχισµού την «µόρφωσιν του λαού δια του κηρύγµατος του θείου λόγου, των κατηχητικών σχολείων, της Ιεράς Εξοµολογήσεως, της διδασκαλίας των διαφόρων τεχνών… και την εξάσκησιν της φιλανθρωπίας»[3].
Βέβαια δεν έπαυσε να υπάρχει και η φιλοκαλική παράδοση. Αυτή άφησε έντονα ίχνη όχι µόνο στο Άγιον Όρος αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Άλλωστε και η κίνηση της Ζωής, όπως και οι άλλες χριστιανικές κινήσεις, κληρονόµησαν από αυτήν αρκετά στοιχεία [4]. Ιδιαίτερα όµως ζωντανή ήταν η παράδοση αυτή στην Πάρο, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο νεαρός Φραγκίσκος, όπως ονοµαζόταν ως κοσµικός ο Γέροντας Ιωσήφ. Στην απόφασή του να µονάσει οδηγήθηκε από τη µελέτη της ζωής των αγίων και από εντυπωσιακό συµβολικό όνειρο, που τον καλούσε να υπηρετήσει στα βασιλικά ανάκτορα. Έτσι άρχισε να αποσύρεται σε ήσυχα και ερηµικά µέρη για άσκηση και προσευχή, προσπαθώντας να µιµηθεί κάθε είδος κακοπάθειας που διάβαζε στους βίους των αγίων. Τότε σκέφτηκε και το Άγιον Όρος, όπου πήγε κατά το 1921 σε ηλικία εικοσιτριών ετών.
Εκεί περίµενε να βρει πατέρες στα µέτρα των αγίων που διάβαζε, αλλά δεν ικανοποιήθηκε. «Αφού ήλθα εις το Άγιον Όρος», γράφει ο Γέροντας Ιωσήφ, «έκλαιγα ηµέραν και νύκτα, διατί δεν ευρήκα, καθώς διαλαµβάνουν οι Άγιοι το Άγιον Όρος»[5]. Μολονότι οι πνευµατικές του προσδοκίες ήταν υψηλές, η απογοήτευση που δοκίµασε στον Άθωνα δεν φαίνεται πως ήταν και αντικειµενικά αδικαιολόγητη. Η γενικότερη εικόνα που έχουµε για την πνευµατική κατάσταση του Αγίου Όρους κατά την περίοδο αυτήν, αν και δεν έχει επαρκώς µελετηθεί, δεν θεωρείται οπωσδήποτε θετική. Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι και ο Γέροντας Σωφρόνιος, ως µοναχός της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήµονος, µία περίπου δεκαετία µετά την προσέλευση του Γέροντα Ιωσήφ στο Άγιον Όρος έγραφε ότι «η νοερά εργασία, που αποτελεί τον πυρήνα της πραγµατικής µοναχικής ζωής, βρίσκεται τώρα σε άκρα κατάπτωση»[6].
Κατά την ίδια όµως περίοδο εγκαταβίωνε στην Ιερά Μονή Αγ. Παντελεήµονος ο άγιος Σιλουανός, όπως και ο ίδιος ο Γέροντας Σωφρόνιος, που συνέβαλε αποφασιστικά, µαζί µέ τον άγιο Γέροντά του που βιογράφησε, στην αναβίωση του αγιορειτικού αλλά και ευρύτερα του ορθόδοξου µοναχισµού. Γνωστοί νηπτικοί πατέρες της περιόδου αυτής, κοινοβιάτες και ερηµίτες, είναι ο Ιερώνυµος ο Σιµωνοπετρίτης, ο Αθανάσιος ο Γρηγοριάτης, ο παπα-Σάββας ο πνευµατικός, ο παπα-Τύχων, ο γερο-Κοσµάς ο Παντοκρατορινός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Φιλοθεΐτης κ.ά.[7] Αλλά και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής αναφέρει στα κείµενά του σπουδαίους ασκητές, που συνάντησε κατά τη µετάβασή του στο Άγιον Όρος. Έτσι στα Κατουνάκια, που ήταν και ο πρώτος σταθµός της εκεί µεταβάσεώς του, γνώρισε τον διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ και την αδελφότητά του. Άλλοι σπουδαίοι ασκητές της περιοχής αυτής ήταν ο Γέροντας Καλλίνικος ο Ησυχαστής, που για άγνωστους λόγους αρνήθηκε να τον µυήσει «στα µυστικά της ησυχίας και της ευχής»[8], οι µετέπειτα πνευµατικοί του Γέροντες Δανιήλ και Ευθύµιος, όπως και αρκετοί άλλοι ευλαβέστατοι πατέρες. Τελικά ο Γέροντας Ιωσήφ απέκτησε την αδιάλειπτη ευχή µέ εξαιρετική βία, που την επισφράγισε η επίσκεψη της θείας χάριτος [9].
Ο χαρισµατικός Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σηµατοδότησε την απαρχή της ανακάµψεως του µοναχισµού του Αγίου Όρους, που διαπιστώθηκε, όπως είπαµε, στατιστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από τη συνοδεία του, που από το 1953 ως τα τέλη της ζωής του (1959) εγκαταβίωνε στη Νέα Σκήτη, προήλθαν πνευµατικοί Πατέρες, που µε τις δικές τους πλέον συνοδείες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο το Άγιον Όρος.
Το έναυσµα για την ευεργετική αυτή διασπορά, που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάκαµψη του Αγίου Όρους, δόθηκε από τον ίδιο τον Γέροντα Ιωσήφ. Εφαρµόζοντας µιά ασυνήθιστη τακτική, έδωσε την ευλογία στο καθένα από τα πνευµατικά του τέκνα, να µπορεί να δηµιουργήσει τη δική του συνοδεία.
Η περίεργη αυτή επιλογή του Γέροντα Ιωσήφ δεν µπορεί να είναι άσχετη µέ την προοπτική που είχε η φωτισµένη συνείδησή του για το µέλλον της συνοδείας του. Άλλωστε πριν από πολλά χρόνια, όταν κάποιος γνωστός του, ο Ιωάννης Μπίτσιος, τον ρώτησε για τους τρεις µοναχούς που είδε κοντά του, αν είναι της συνοδείας του, εκείνος απήντησε: «Ναι πράγµατι», και συνέχισε:«Βλέπεις αυτά τα καλογέρια, Γιάννη; Ε! Αυτά θα ’ρθεί καιρός που θα γεµίσουν το Άγιον Όρος µε µοναχούς»[10]. Έτσι οκτώ ήδη µήνες πριν από την κοίµησή του, τον Δεκέµβριο του 1958, προέκυψαν τέσσερις συνοδείες στις καλύβες της Νέας Σκήτης, που έγιναν πόλοι έλξεως νέων µοναχών. Παράλληλα η φήµη των ησυχαστών αυτών πατέρων διαδόθηκε στις γύρω µονές, ενώ δύο από αυτές έσπευσαν να προσκαλέσουν ισάριθµους πατέρες ως πνευµατικούς [11].
Η ανάκαµψη του µοναχισµού του Αγίου Όρους προετοιµάσθηκε ουσιαστικά στην ησυχία της ερήµου. Άλλωστε η δυσµενής κατάσταση των ιερών µονών κατά την περίοδο αυτή συντελούσε, ώστε και οι νέοι που προσέρχονταν στον µοναχισµό να µήν προτιµούν τα µοναστήρια, αλλά µικρές συνοδείες µέ πνευµατικούς Γέροντες σε εξαρτήµατα µονών. Η αύξηση όµως των µελών των συνοδειών αυτών, που σήµαινε ταυτόχρονα και αύξηση των στεγαστικών τους αναγκών, καθιστούσε προβληµατική την περαιτέρω παραµονή τους σε µικρά εξαρτήµατα. Προέκυπτε λοιπόν η ανάγκη για αναζήτηση καταλληλότερου τόπου εγκαταβιώσεως. Και ο τόπος αυτός προσφερόταν τώρα στις µεγάλες σκήτες και κυρίως στις µονές, που άρχισαν να ερηµώνονται µε την πάροδο του χρόνου από µοναχούς, ενώ διέθεταν άφθονους χώρους για τις αυξηµένες ανάγκες των συνοδειών.
Βέβαια στην ανάκαµψη αυτή συνέβαλε πολύ και η οµαδική εγκατάσταση συνοδειών, που προσήλθαν από µονές εκτός Αγίου Όρους. Οι συνοδείες αυτές έρχονταν προσκαλούµενες από παλαιότερους αγιορείτες, που έβλεπαν µέ πόνο την ερήµωση των µονών τους. Συνήθως µάλιστα στις περιπτώσεις αυτές χρειάζονταν να παρακαµφθούν και τυπικά εµπόδια, προκειµένου να καταστεί δυνατή η εγκατάστασή τους στις µονές. Έτσι η µονή που προσκαλούσε κάποια συνοδεία, σε συνεννόηση µέ την Ιερά Κοινότητα, παρέκαµπτε ακόµα και τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη (άρθρο 112) σχετικά µέ την ηλικία η τον τόπο κουράς του πνευµατικού πατέρα της συνοδείας και επέτρεπε την έλευση και ανάδειξή του σε ηγούµενο. Τέτοια όµως προβλήµατα δεν υπήρχαν για τις αγιορείτικες συνοδείες που µετακινήθηκαν από εξαρτήµατα σε µονές, όπως ήταν οι συνοδείες των πνευµατικών τέκνων του Γέροντα Ιωσήφ.
Ο πρώτος συνασκητής του Γέροντα Ιωσήφ, ο Γέροντας Αρσένιος, µαζί µέ τον παπα-Χαράλαµπο και την συνοδεία του µετακινήθηκαν το 1967 στο Μπουραζέρι και τελικά, τον Σεπτέµβριο του 1979, ως συνοδεία εικοσιενός µελών στην Ιερά Μονή Διονυσίου, όπου ο παπα-Χαράλαµπος έγινε ηγούµενος [12].
Ο παπα-Εφραίµ, τώρα προηγούµενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, πήγε µέ την συνοδεία του το 1967 στο Κελλί του Αγίου Αρτεµίου της Σκήτης της Προβάτας, και το 1973 πλαισιούµενος από την εικοσιεξαµελή συνοδεία του ανέλαβε την ηγουµενία της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, η οποία µετατράπηκε από ιδιόρρυθµη σε κοινοβιακή. Το 1979 δωδεκαµελής οµάδα της διευρυµένης πλέον αδελφότητας της Φιλοθέου εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Κωνσταµονίτου. Το 1980 ένα από τα πνευµατικά τέκνα του παπα-Εφραίµ, ο ήδη µακαριστός Εφραίµ ο νεώτερος, πλαισιούµενος από εικοσαµελή οµάδα της Φιλοθέου, ανέλαβε την ηγουµενία της Ιεράς Μονής Ξηροποτάµου, που επίσης µετατράπηκε σε κοινοβιακή, ενώ το 1981 µιά δωδεκαµελής οµάδα επάνδρωσε την Ιερά Μονή Καρακάλλου. Εξάλλου ο προηγούµενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου ίδρυσε και καθοδηγεί αρκετά γυναικεία και ανδρικά µοναστήρια στην Ελλάδα, όπως και δεκαοκτώ στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικης και τον Καναδά, µέ κεντρικό το µοναστήρι του Αγίου Αντωνίου της Αριζόνας, όπου και εγκαταβιώνει.
Ο Γέροντας Ιωσήφ, τώρα Βατοπαιδινός, εγκαταστάθηκε το 1975 στο Κουτλουµούσι, ακολούθως στην Κύπρο, από όπου επέστρεψε το 1981 στο Κελλί του Ευαγγελισµού της Καψάλας, για να αναλάβει και να επανδρώσει τελικά µέ συνοδεία που απαρτιζόταν από εικοσιτρία µέλη την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, η οποία ήταν επίσης ιδιόρρυθµη και είχε φτάσει σε πλήρη σχεδόν διάλυση. Το 1990 η Μονή µετατράπηκε σε κοινοβιακή και εκλέχθηκε ηγούµενος ο Γέροντας Εφραίµ, και ήδη αριθµεί περί τα εκατό µέλη.
Τέλος το έτος 2001 οκταµελής συνοδεία µοναχών µέ τον πρώην ηγούµενο της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Εφραίµ τον νεώτερο εγκαταστάθηκε στην Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στις Καρυές και έχει ήδη εξελιχθεί σε εικοσαµελή αδελφότητα.
Στα πνευµατικά τέκνα του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή συγκαταλέγεται και άλλη µεγάλη µορφή του νεώτερου αγιορειτικού µοναχισµού, ο παπα-Εφραίµ ο Κατουνακιώτης [13]. Μολονότι κατά την µοναστική τάξη ο παπα-Εφραίµ είχε Γέροντα τον πατέρα Νικηφόρο, τον οποίο υπηρέτησε µέ υπεράνθρωπη υποµονή, πνευµατικός πατέρας και καθοδηγητής του ήταν ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εκτός από την ολιγάριθµη συνοδεία, που συγκρότησε µέ αρκετή καθυστέρηση στα Κατουνάκια, ο παπα-Εφραίµ και καθοδήγησε µέ το πνεύµα του Ησυχαστή Γέροντά του, µεγάλο πλήθος ανθρώπων στηρίχθηκε και εµπνεύστηκε από την προσωπικότητά του, ενώ πολλοί οδηγήθηκαν στον µοναχισµό.
Ένα άλλο πνευµατικό τέκνο του Γέροντα Ιωσήφ ήταν ο ερηµίτης Γεώργιος Βίτκοβιτς [14]. Αυτός έµεινε έξι µήνες µαζί του διδασκόµενος την αδιάλειπτη προσευχή και ακολούθως εγκαταστάθηκε στο Παλαιό Ρωσικό, αλλά επισκεπτόταν τον Γέροντα Ιωσήφ κατά περιόδους και βρέθηκε δίπλα του κατά την κοίµησή του. Ο ερηµίτης αυτός προώθησε την παράδοση του διδασκάλου του στον σερβικό µοναχισµό.
Αρκετά τέλος πνευµατικά τέκνα και έκγονα του Γέροντα Ιωσήφ ίδρυσαν και καθοδηγούν γυναικεία και ανδρικά µοναστήρια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος και του εξωτερικού. Υπολογίζεται ότι από την ρίζα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού προέρχονται άµεσα η έµµεσα περισσότεροι από χίλιους µοναχοί και µοναχές [15].
Μαζί µε την αριθµητική αύξηση του µοναχισµού η ησυχαστική παράδοση µε την άσκηση της µονολόγιστης ευχής του Ιησού, που αναζωογονήθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ, εισέδυσε όχι µόνο στα κοινόβια που συγκρότησαν οι πνευµατικοί απόγονοί του, αλλά και ευρύτερα στον ορθόδοξο µοναχισµό της Ελλάδος και του εξωτερικού. Σε αυτό, όπως και στην όλη ανάκαµψη του µοναχισµού, συνέβαλαν και άλλοι σπουδαίοι Γέροντες της περιόδου αυτής, όπως οι Γέροντες Παΐσιος και Σωφρόνιος, για να περιοριστούµε σε αυτούς που έφυγαν από την παρούσα ζωή.
Ο Γέροντας Παΐσιος στήριξε την πρώτη προσπάθεια για αναβίωση αγιορειτικής µονής, που έγινε το 1968 µέ την επάνδρωση της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Αλλά και γενικότερα η παρουσία του ενέπνευσε σε πολλούς νέους το ησυχαστικό πνεύµα και βοήθησε στην επανίδρυση κελλιών και τη δηµιουργία ησυχαστικών εστιών που υπάρχουν σήµερα στο Άγιον Όρος. Πίστευε µάλιστα ότι «από τον ησυχασµό θα προέλθει η αναγέννηση της Εκκλησίας» [16]. Εξάλλου ο Γέροντας Σωφρόνιος, που µέ το έργο του για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη παρεκίνησε πολλούς νέους στον µοναχισµό, πρόσφερε µέ τη θεολογία του τη φυσική συνέχεια της ησυχαστικής παραδόσεως των αγίων Συµεών του Νέου Θεολόγου και Γρηγορίου του Παλαµά στην εποχή µας.
Μέσα στην προοπτική αυτή, η ησυχαστική παράδοση αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της κοινοβιακής ζωής, ενώ από την άλλη πλευρά η κοινοβιακή παράδοση µέ τις τακτές ακολουθίες της καθιερώθηκε ως ένα βαθµό και στην ησυχαστική ζωή. Τέλος το πνεύµα αυτό επηρέασε και το ευρύτερο πλήρωµα της Εκκλησίας, πράγµα που ανάγεται επίσης στους πρωτεργάτες της ανακάµψεως του µοναχισµού.
Η εξέλιξη αυτή του αγιορειτικού µοναχισµού, που κυοφορήθηκε σε περίοδο έντονης εκκοσµικεύσεως της κοινωνικής ζωής αλλά και άµεσης η έµµεσης αποδοκιµασίας του αναχωρητικού µοναχισµού από την εκκλησιαστική ηγεσία και τις χριστιανικές οργανώσεις, έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, αλλά και ενέχει σοβαρή κρισιµότητα. Από τη µία δηλαδή πλευρά φανερώνει τη διαχρονική ισχύ της ησυχαστικής παραδόσεως στον ορθόδοξο χώρο, και ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος, όπου µπορεί να επιβιώνει και µέ τους πιο αντίξοους όρους, ενώ από την άλλη θέτει επί τάπητος τους κινδύνους, που συνεπάγεται η αναπόφευκτη προσαρµογή της στη νέα περίοδο.
Με τα δεδοµένα αυτά µπορεί να λεχθεί, ότι η πρόσφατη ανάκαµψη του µοναχισµού του Αγίου Όρους σηµατοδοτήθηκε µε µια νέα ησυχαστική ανακαίνιση, που πραγµατοποιήθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και άλλους σπουδαίους Γέροντες. Έτσι η ησυχαστική ανακαίνιση, µε την οποία συνδέεται η ανάκαµψη του αγιορειτικού µοναχισµού, διαθέτει περισσότερες ρίζες και δηµιουργεί ευρύτερες προοπτικές.
Από την άλλη όµως πλευρά, η εµπέδωση της ανακάµψεως αυτής συντελείται µέσα σε ένα ραγδαίως µεταβαλλόµενο κόσµο. Όλοι οι νέοι µοναχοί ανατράφηκαν µέσα στον κόσµο αυτόν. Κανένας βέβαια δεν γεννήθηκε στο Άγιον Όρος. Κανένας δεν γνώρισε από παιδί τους ρυθµούς της ζωής του. Και η ησυχαστική ζωή είναι τελείως ξένη και αντίθετη προς τους ρυθµούς της σύγχρονης ζωής, στους οποίους γαλουχήθηκαν οι νέοι µοναχοί. Εξάλλου, το πλήθος των προσκυνητών και των επισκεπτών, οι µακροπρόθεσµες οικοδοµικές εργασίες, τα πολλά µέσα µεταφοράς, επικοινωνίας, συντηρήσεως και εξυπηρετήσεως των ιδιαίτερα αυξηµένων αναγκών των ιερών µονών συνεπάγονται έντονη κοσµική παρουσία, θόρυβο και περισπασµό. Πώς µπορεί η ησυχαστική ανακαίνιση να µην αλλοτριωθεί; Πώς µπορεί αυτό που κυοφορήθηκε και γεννήθηκε στην ησυχία της ερήµου να διατηρήσει την ταυτότητά του µέσα στη σύγχρονη προβληµατική;
Το 1963, όταν η µοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους γιόρταζε τη συµπλήρωση της πρώτης χιλιετίας της ιστορίας της, είχε λεχθεί ότι ο εορτασµός αυτός αποτελούσε την «επικήδεια τελετή» ή ακόµα και το «µνηµόσυνο» του µοναχισµού του Αγίου Όρους. Ήδη γνωρίζουµε ότι τα πράγµατα εκεί δεν εξελίχθηκαν µέ τους κανόνες της ανθρώπινης λογικής. Και στο ερώτηµα που µας απασχολεί η απάντηση µε βάση την ανθρώπινη λογική είναι πολύ δύσκολη και µάλλον αρνητική.
Το Περιβόλι όµως της Παναγίας δεν δεσµεύεται από την ανθρώπινη λογική. Και η πεποίθηση αυτή είναι το ισχυρότερο όπλο για τη διατήρηση της ταυτότητας του Αγίου Όρους. Ταυτόχρονα οι αστείρευτες πνευµατικές πηγές του, η αδιάκοπη διαδοχή των πνευµατικών του πατέρων, ο πλούτος και η σοφία των λατρευτικών τυπικών και των ασκητικών κανόνων του προσφέρουν ουσιαστικά αντίβαρα στις ασκούµενες πιέσεις. Γι’ αυτό η υπακοή, που αποτελεί τη σπουδαιότερη µοναχική αρετή, η τακτική συµµετοχή στη λατρευτική ζωή, που βρίσκεται στο κέντρο της πνευµατικής ζωής, και η πιστή τήρηση των τυπικών και ασκητικών κανόνων, που διαφυλάσσουν τη διαχρονικότητα της µοναστικής παραδόσεως, µπορούν να εξασφαλίσουν την αναλλοίωτη διατήρηση της ησυχαστικής ανακαινίσεως και σήµερα. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι η διατήρηση αυτή δεν πρέπει να νοηθεί ως φωτογραφική επανάληψη του παρελθόντος, αλλά ως ζωντανή πρόσληψη και παράδοση µέσα στο συνεχιζόµενο ιστορικό γίγνεσθαι.
Καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης
http://www.pemptousia.gr