Η διαδροµή προς την οδό Φιλοκτήτου, στον Βύρωνα, είναι ανηφορική, εάν έρχεται κανείς από το κέντρο. Εκεί κατοικεί τα τελευταία τριάντα χρόνια η Ροζίτα Σώκου, που έγινε γνωστή στο Πανελλήνιο από τη συµµετοχή της στην τηλεοπτική εκποµπή «Να η ευκαιρία».
«Ποιος θεός µε φώτισε και πήρα αυτό το σπίτι, σε µια τόσο λαϊκή γειτονιά, πέντε µέρες πριν βγει το ΠΑΣΟΚ; Η αριστοκρατία του Κολωνακίου µε σνόµπαρε, αλλά εγώ ήµουν πανευτυχής», είναι τα πρώτα της λόγια όταν µας οδηγεί στην ευρύχωρη βεράντα του διαµερίσµατός της.
Μου δείχνει ένα ροζ µπαλόνι µε τον αριθµό 90. «Μόλις έκλεισα τα 90 και το γιόρτασα µε τους φίλους µου σε τούτη τη βεράντα». Τη διακόπτω και τη ρωτώ τι έχει µαγειρέψει. «Α, αυτά που κάνω, αγαπητέ µου, δεν θα τα φας πουθενά. Σου ετοίµασα µια πρασοκολοκυθοσπανακοκαροτοτυρόπιτα κι ένα πιάτο µε κεφτεδάκια κοτόπουλου, µαγειρεµένα µε πιπεριές, κρασί, χυµούς φρούτων και κάσιους». Κρασί δεν έχει πιει ούτε σταγόνα στη ζωή της, ούτε έχει καπνίσει µια ρουφηξιά. Οι σαββατιάτικες συγκεντρώσεις που διοργανώνει ανελλιπώς στον ίδιο χώρο έχουν, όπως µου εξηγεί, χορηγούς. «Εγώ ζω, όπως γνωρίζεις, µε υπολείµµατα σύνταξης, οπότε οι προσκεκληµένοι φέρνουν ο καθένας από κάτι. Αλλος φέρνει το αλεύρι, άλλος το κρασί, άλλος το ψωµί. Εχουµε πολύ κόσµο στο σινάφι µας που γέρασε και πάσχει από µοναξιά. Επιθυµώ όλοι αυτοί να έχουν να πάνε κάπου το Σάββατο».
Προσπαθώ εις µάτην να φέρω τη συζήτηση στην πολιτική επικαιρότητα. «∆εν ασχολούµαι µε την πολιτική. ∆εν ψήφισα ποτέ, εκτός από µία φορά, που υποχρεώθηκα και έβαλα φωτογραφία του Μάρλον Μπράντο στον φάκελο. Η δική µου δουλειά είναι κριτικός και δεν επιτρέπω στον εαυτό µου να κρίνει κάτι το οποίο δεν σπούδασε και δεν γνωρίζει. Εχω πλήρη άγνοια. Ακούω τη λέξη οµόλογα και δεν ξέρω τι θα πει, ούτε θέλω να µάθω. Πάντως, εάν ένας δικός µου άνθρωπος γίνει υπουργός, δεν θα ξαναπατήσει σπίτι µου», κλείνει αποφασιστικά το θέµα. Για να διασκεδάσω τον αρνητισµό της, αναφέρω το όνοµα της καγκελαρίου της Γερµανίας και της ζητώ τη γνώµη της. «Η Μέρκελ µε εκνευρίζει µε το κουµπάκι που έχει στον αφαλό και της σφίγγει την κοιλιά. Κάποιος δεν µπορεί να της το ανοίξει, για να είναι λιγότερο σφιχτό;», λέει. Τη ρωτώ αν συµφωνεί µε όσους υποστηρίζουν ότι βρισκόµαστε υπό γερµανική κατοχή. «Επειδή έζησα την Κατοχή, φοβάµαι ότι οι Γερµανοί δεν ξέχασαν ότι έχασαν τον πόλεµο αποκλειστικά εξαιτίας µας. Εµάς µάς επέταξαν από το σπίτι µας στο Ψυχικό και πήγαµε να ζήσουµε στην Πλατεία Αµερικής. Καυχιέµαι ότι δεν είχα καµία επαφή µε Γερµανούς στρατιώτες, εκείνα τα χρόνια µάλιστα δίδασκα αγγλικά».
Η συζήτηση αυτοδικαίως έρχεται στις πρόσφατες δηλώσεις της για τη Μελίνα Μερκούρη. «Ολοι γνώριζαν ότι η Μελίνα καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής τα είχε µε τον µαυραγορίτη και συνεργάτη των κατακτητών Γιαδικιάρογλου. ∆εν καταλαβαίνω γιατί εξανίστανται ορισµένοι που τους το υπενθυµίζω. ∆εν ωφελούµαι σε τίποτε από τον ντόρο που δηµιουργήθηκε. Ενας καλός δηµοσιογράφος µπορεί να καταλάβει ποιος θέλει να γεµίσει το Ηρώδειο, όπου γίνεται παράσταση για τη ζωή της. Η Μελίνα δεν ήταν ποτέ ηθοποιός, εκτός από τη “Στέλλα”, όπου την κουµαντάρισε σωστά ο Κακογιάννης». Ζητώ να µάθω εάν θεωρεί τον εαυτό της φαρµακόγλωσσα. «Το αντίθετο. Η δουλειά του κριτικού, εκτός του να µαλώνει, είναι να ανακαλύπτει ταλέντα. Μπορεί εγώ να µην είχα κάποιο ταλέντο, αλλά είχα την ικανότητα να µυρίζοµαι τα ταλέντα των άλλων. Ετσι, ανακάλυψα τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Ιάννη Ξενάκη, που ήταν το πρώτο µου µεγάλο αίσθηµα στη δραµατική σχολή του Βασίλη Ρώτα, και άλλους». Αναπολεί το λανσάρισµα του ∆ηµήτρη Ποταµίτη, όταν σκαρφίσθηκε ένα εύρηµα για να µαζέψει τους κριτικούς στο θέατρό του. «Πες τους ότι την Τετάρτη θα δώσεις πρες κόνφερανς και θα µαγειρέψει η Ροζίτα. Ηλθαν οι 24 από τους 25, διότι η Φώφη Βασιλακάκη έλειπε στην Ελβετία».
Η υπόλοιπη βραδιά αναλίσκεται σε συναρπαστικές διηγήσεις, µε ευρεία θεµατολογία. Από τον παππού της, που ήταν ιδρυτής της Μίσκο, µέχρι τον Μάριο Φραγκούλη, που είναι ο αγαπηµένος της και έχει κρατήσει µία θέση γι’ αυτόν στον οικογενειακό της τάφο, στο Α΄ Νεκροταφείο.