Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Απάντηση σε ανακριβές δημοσίευμα από την Εκκλησία της Ελλάδος

ekklisiaellados3102012Σε σχέση με το δημοσίευμα του κ. Κώστα Γυφτοδήμου στο περιοδικό «UNFOLLOW» με τίτλο «Εκκλησία Α.Ε. , «Ιερές Επενδύσεις» με απαίτηση της Ιεραρχίας» (τεύχος 20 Αυγούστου 2013, σελ. 94-97) προβαίνουμε στην κατωτέρω ανακοίνωση προς αποκατάσταση της αλήθειας :

Το δημοσίευμα κατακρίνει τον νόμο 4146/2013, επειδή επέτρεψε στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος (πλην δηλαδή Αγίου Όρους, Κρήτης και Δωδεκανήσου, που αποτελούν αυτοτελείς εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες) να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους μέσω της επενδυτικής νομοθεσίας για τα ιδιωτικά ακίνητα (νόμος 3894/2010), τηρώντας φυσικά την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία και το Σύνταγμα.


Ο νόμος χαρακτήρισε τα εκκλησιαστικά ακίνητα ως «ιδιωτικά» διότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) της Εκκλησίας δεν ταυτίζονται με τα ν.π.δ.δ. του Κράτους, και, αντιθέτως, πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα, που κατά το Σύνταγμα και τον νόμο έχει κάθε ιδιώτης στην διαχείριση της περιουσίας του, όπως να υπαχθούν στον επενδυτικό νόμο 3894/2010 για τα ιδιωτικά ακίνητα. Ο συντάκτης του άρθρου ισχυρίζεται ότι :

α. ο νόμος 4146/2013 είναι αντισυνταγματικός, επειδή «η Εκκλησία της Ελλάδος και όλοι οι εκκλησιαστικοί θεσμοί [sic] είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου», άρα, τα ακίνητα της Εκκλησίας «αποτελούν τμήμα της δημόσιας περιουσίας και δεν μπορούν να θεωρηθούν «ιδιωτικά ακίνητα», όπως λάθρα επιχειρεί να τα χαρακτηρίσει ο νόμος 4146», διότι η περιουσία αυτή «συνεχίζει να είναι κρατική» !

Οι απόψεις αυτές ότι η Εκκλησία είναι τμήμα του κράτους και τα ακίνητά της «περιουσία του Δημοσίου» μας πηγαίνουν πίσω, σε σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, ή σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, χωρίς δημοκρατία και συνταγματική προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας απέναντι στο κράτος, τα οποία ελπίζουμε ότι δεν αντιπροσωπεύουν ιδεολογικά τον αρθρογράφο.

Σε όμοια επιχειρήματα είχε στηριχθεί το Ελληνικό Δημόσιο και σε δημοκρατικές περιόδους, όταν επιχείρησε μονομερώς, με τον νόμο 1700/1987, να αφαιρέσει την ακίνητη περιουσία των Ι. Μονών και να μεταφέρει τη διαχείρισή της σε κρατικό οργανισμό.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 9.12.1994) καταδίκασε την Ελληνική Δημοκρατία και νομολόγησε ότι τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας έχουν ανακηρυχθεί «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», για να απολαύουν της προστασίας, που έχουν τα κρατικά ν.π.δ.δ., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η περιουσία τους ανήκει στο κράτος, αντίθετα τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. δεν εντάσσονται στη δημόσια Διοίκηση, και είναι «μη κυβερνητικοί οργανισμοί» (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c. Greece). Τα ίδια ως προς την σχέση Κρατών και Εκκλησιών νομολόγησε το Δικαστήριο και για Εκκλησίες, οι οποίες επίσης είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε άλλα κράτη (ΕΔΔΑ Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Müller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernández Martínez v. Spain, ΕΔΔΑ Schüth c. Allemagne, ΕΔΔΑ Obst c. Allemagne). Είμαστε βέβαιοι ότι ο συντάκτης του ρεπορτάζ, αφού μεριμνήσει να ενημερωθεί για τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα προβληματισθεί για τις ξεπερασμένες απόψεις του στο θέμα αυτό.

β. η «Εκκλησία διαθέτει μεγάλες εκτάσεις γης …σε δάση και αιγιαλούς, τα οποία, όπως παραπονιόταν η ηγεσία της, παρέμεναν «αναξιοποίητα»…». Ουδέποτε η Εκκλησία της Ελλάδος διακατεχόταν από την παράλογη και παράνομη επιθυμία, που της αποδίδει ο συντάκτης, να ανοικοδομήσει … δάση και αιγιαλούς. Αν ο συντάκτης είχε καταβάλει στοιχειωδώς τον κόπο να ανατρέξει στις ανακοινώσεις της Ι. Συνόδου και του Μακαριωτάτου θα είχε, ίσως, αντιληφθεί ότι η διαμαρτυρία αφορά τα εκατοντάδες αστικά ακίνητα της Εκκλησίας, που από δεκαετίες είναι δεσμευμένα με ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις και βάρη, χωρίς να αποζημιώνονται ή τουλάχιστον να αποδεσμεύονται. Έχουν σχετικώς εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων υπέρ της Εκκλησίας, τις οποίες η Δημόσια Διοίκηση αρνείται να εκτελέσει.

γ. ότι η Εκκλησία με τον νέο νόμο θα κάνει «μπίζνες» και μάλιστα όχι για φιλανθρωπικούς σκοπούς, διότι «πολλές φορές στο παρελθόν, … αποκαλύφθηκε ότι στο όνομα της φιλανθρωπίας η Εκκλησία ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες και έχει δημιουργήσει υπεράκτιες εταιρείες με σκοπό το φούσκωμα του «ιερού βαλαντίου»….». Ουδέποτε η Εκκλησία της Ελλάδος συνέστησε υπεράκτιες εταιρείες και ουδέποτε έκανε εμπόριο. Οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος βασίζονται στις πλέον αποδυναμωμένες κατά την παρούσα περίοδο πηγές εσόδων: στις εισφορές των πιστών και στα μισθώματα των ακινήτων, που έχουν μειωθεί δραματικά, και μέχρι το 2008 (οπότε και αυτά ανεστάλησαν δια νόμου) και στα μερίσματα των τραπεζικών μετοχών.

Εάν πάντως ο αρθρογράφος έχει κάποια καλύτερη ιδέα από πού αλλού, αν όχι από το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, που είναι τα αναξιοποίητα ακίνητά της, θα αντλήσει η Εκκλησία πόρους για την καθημερινή ανακούφιση όσων σιτίζει, στεγάζει, επιχορηγεί, γηροκομεί, περιθάλπει, ενδύει και γενικά στηρίζει (και) σε επίπεδο υλικών παροχών, είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτη. Η αφ’ υψηλού όμως παράδοση μαθημάτων πουριτανικής ηθικολογίας, ειδικά σε καιρούς γενικευμένης ανάγκης και φτώχειας, συνιστά ιδιαζόντως ανεπίκαιρη πολυτέλεια.

romfea.gr