Έχοντας γνωρίσει και συναναστραφεί, όσο μου ήταν δυνατό, τον Γέροντα Παΐσιο κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του, το καλοκαίρι εκείνο του 1994, πληροφορήθηκα αρκετές μέρες μετά την 12η Ιουλίου για τον θάνατο του, αφού άλλωστε ο ίδιος είχε αφήσει οδηγίες να μην ανακοινωθεί τίποτα για τουλάχιστον τέσσερις μέρες.
Ήταν γεγονός ότι από το πρώτο λεπτό της αλησμόνητης και πρωτόγνωρης συνάντησης μου μαζί του το 1990, είχα αγκιστρωθεί πνευματικά επάνω του (όπως και αμέτρητοι άλλοι) διότι βρήκα ακριβώς αυτό που έψαχνα εναγωνίως, συνειδητά και ασυνείδητα, σύμφωνα με το «έρχου και ίδε» που μου απηύθυνε από την εφηβεία μου, με τον τρόπο του το Περιβόλι της Παναγίας. Έκτοτε, βίωσα πριν και μετά το θάνατο του Οσίου Αυτού, πολλά αξιοθαύμαστα γεγονότα που με ανάθρεψαν εξ αρχής και έκτοτε με συντηρούν. Γράφω ανώνυμα εδώ, ώστε να αποτρέψω τον αναγνώστη από τον οποιοδήποτε λογισμό ότι γράφονται αυτά για να περιαυτολογήσω ή να αυτοπροβληθώ και έτσι να εξανεμιστεί το όφελος όλων.
Είχα γυρίσει από την Αγγλία, αρχές Ιουλίου του 1994, όπου σπούδαζα τότε, και ετοιμαζόμουν με τους κοντινούς μου φίλους να προγραμματίσουμε την καθιερωμένη επίσκεψη μας στον Άθωνα. Απ’ τη στιγμή που έμαθα ότι ο Γέροντας δε θα ήταν, πλέον, ποτέ πια εκεί, για πολλές μέρες είχα έντονα το αναπόφευκτο συναίσθημα του δυσαναπλήρωτου κενού που αφήνει ένας τέτοιος άνθρωπος όταν φεύγει από τον κόσμο. Βασανιζόμουν, μάλιστα, με το ερώτημα «και τώρα τι, και τώρα ποιος;» -ευτυχώς μου απαντήθηκε αργότερα με θαυμαστό τρόπο. Σκεπτόμουν, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κάποιον σαν κι εκείνον, για να έχω μία αυθεντική πνευματική αναφορά και ένα ζωντανό πρότυπο έμπνευσης, αλλά γνωρίζοντας ότι σαν τον Γέροντα Παΐσιο θα περάσει σίγουρα πολύς καιρός για να βρεθεί παρόμοιος άνθρωπος (ο οποίος θα έχει καταφέρει να δέχεται τη Χάρη μέσα του σε τέτοιο βαθμό) επικρατούσε μέσα μου μία χαρμολύπη, η οποία όμως έτεινε να μεταβληθεί με έναν λεπτό τρόπο σε απελπισία…
Στο αποκορύφωμα αυτής της διάθεσης, μία από εκείνες τις μέρες επέστρεφα από τη δουλειά μου στον Πειραιά. Οδηγώντας στην αρχή της οδού Πειραιώς, στο πρώτο φανάρι σταμάτησα και είδα να πλησιάζει προς το παράθυρο μου, ένας νέος, μέτριος στο ανάστημα θα έλεγα, αδύνατος, με πυκνά μαύρα, ελαφρώς σγουρά μαλλιά και λεπτό μουστάκι. Θύμιζε να έχει ένα στυλ από παλαιότερες εποχές. Προς στιγμήν, θεώρησα ότι ήταν κάποιος που συχνάζει στα φανάρια και είτε θα πουλάει, είτε θα ζητάει λεφτά, καθαρίζοντας τζάμια ή όχι. Ο συγκεκριμένος, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ και προσποιούμενος ότι θέλει κάτι να μου δώσει ή να μου πουλήσει, με επηρέασε ώστε να κατεβάσω το παράθυρο μου, οπότε και πρόσεξα από πιο κοντά ότι είχε μία οικεία φυσιογνωμία, ασυνήθιστα χαρμόσυνη έκφραση και εξέπεμπε μία απρόσμενη αισιοδοξία.
Το φανάρι ετοιμαζόταν ν’ ανάψει πράσινο και μέχρι να αναγκαστώ να ξεκινήσω από τα κορναρίσματα, μου μίλησε χαμογελώντας, αφού τον ρώτησα χωρίς να το πολυσκεφτώ, «από πού έρχεσαι;»
«Έχω πάει στο Άγιο Όρος και βοηθήθηκα πολύ, ιδιαίτερα απ’ τον Γέροντα Παΐσιο. Όλους τους βοηθάει και δεν αφήνει κανέναν», μου είπε με ετοιμότητα.
«Και… εγώ…τον ήξερα» του απάντησα έκπληκτος και αυθόρμητα. «Τώρα όμως κοιμήθηκε, το έμαθες;»
«Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι εκείνος τους νοιαζόταν όλους, πόσο μάλλον τώρα...» απάντησε με νόημα. «Γι’ αυτό, μην ανησυχείς αδερφέ μου. Στο καλό!».
Αναγκάστηκα να τον χαιρετήσω γρήγορα φωνάζοντας του ένα «ευχαριστώ, να ‘σαι καλά» και έφυγα εντυπωσιασμένος για το γεγονός, σκεπτόμενος ότι αυτό που μόλις συνέβη ήταν ένα μήνυμα ότι άνθρωποι σαν τον Γέροντα Παΐσιο, παρόλο που φεύγουν απ’ τον κόσμο σωματικώς είναι περισσότερο παρόντες μετά θάνατον, απ’ ότι ήταν πριν, κι έτσι το συναισθηματικό κενό που είχα να ήταν λίγο απερίσκεπτο.
Επίσης, κατάλαβα ότι απ’ τον άνθρωπο αυτόν του Θεού θα βλέπαμε περισσότερα «σημεία και τέρατα» στο μέλλον και συνειδητοποίησα από τότε, ότι θα ερχόταν γρήγορα η ώρα που θα προσευχόμαστε σε αυτόν μπροστά σε αγιογραφημένες εικόνες του.
Ακόμα, ότι όλοι εμείς που γνωρίσαμε τον Γέροντα Παΐσιο (και άλλους, φυσικά, σύγχρονους Αγίους) βρισκόμαστε με τη σειρά μας, στη θέση εκείνων που θαυμάζαμε επειδή έζησαν από κοντά παλαιούς μεγάλους Αγίους και Μάρτυρες (σημειωτέον ότι ο Γέροντας απολαμβάνει και τα δύο στεφάνια) και τους οποίους βλέπουμε αγιογραφημένους αιώνες τώρα και διαβάζουμε για τις ζωές και τα διδάγματα τους˙ και αυτό δεν θα αποτελούσε για εμάς μία ευλογία προς καύχηση, αλλά ένα βαρύ χρέος πνευματικής αξιοποίησης και μετάδοσης αυτών των εμπειριών, με ταπεινότητα και σεβασμό. Δηλαδή, με εκείνη την «πνευματική αρχοντιά» που δίδασκε όλους με τα έργα του.
Πάντως, το γεγονός αυτό μαζί με την ασυνήθιστη και ευφρόσυνη φιγούρα της νεανικής εκείνης μορφής την οποία, ενώ περνούσα από εκεί που την είδα σχεδόν καθημερινά αλλά δεν ξαναείδα, χαράχθηκε γλυκά και ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
* * *
Μετά από λίγα χρόνια κυκλοφορούσαν ήδη αρκετά βιβλία για τον Γέροντα Παΐσιο που έπαιρνα και ‘γω, φυσικά, για να διαβάζω και να τα απορροφώ, αν και μερικά απ’ αυτά επαναλάμβαναν ίδια περιστατικά. Ξεφυλλίζοντας, όμως, τις πρώτες σελίδες ενός από αυτά, το βλέμμα μου κόλλησε πάνω σε μία φωτογραφία που ήταν του νέου που είχα συναντήσει τότε…
Πρόκειται, για μία νεανική φωτογραφία του Γέροντα, που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια, αν θυμάμαι καλά, του εμφυλίου πολέμου και βρισκόταν μέσα σε χιόνια φορώντας στρατιωτική στολή. Δεν μπορούσα να το χωνέψω και κοιτούσα επίμονα μήπως έκανα κάποιο λάθος, αλλά η μορφή του Γέροντα στη φωτογραφία αυτή, σε νεανική ηλικία έχοντας το ίδιο και απαράλλακτο χαρούμενο ύφος του, ήταν ακριβώς τα ίδια με του νέου που είχα συναντήσει στο δρόμο. Όλα τα αξέχαστα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που συνάντησα, συνομίλησα και δεν ξέχασα ποτέ, ήταν απόλυτα ταιριαστά σαν κλωνοποιημένα με εκείνα που έβλεπα στη φωτογραφία.
Αισθάνθηκα μέσα μου τη βεβαιότητα ότι ήταν ο ίδιος ο Γέροντας και πάλεψα να μην ξεχάσω την αναξιότητα μου. Δεν αισθάνθηκα μεγάλη έκπληξη για το γεγονός αυτό, αν και δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι υπήρχε ενδεχόμενο να ήταν, «εν ετέρα μορφή», ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος που είχα συναντήσει στη μέση του δρόμου. Ούτως ή άλλως, εγώ δεν είχα δει ποτέ νεανική φωτογραφία του μέχρι τότε, ώστε να μπορέσω να συνταιριάξω άμεσα το γεγονός ότι ο νέος ήταν ο Γέροντας, παρόλο που το πρόσωπο του μου απέδιδε οικειότητα. Είχα απλά συμπεράνει, ότι το συμβάν εκείνο του 1994 στην οδό Πειραιώς ήταν σίγουρα, μία πρόνοια του Θεού να φωτίσει έναν ευσεβή νέο, ώστε να μου μιλήσει και να παρηγορηθώ με τα λεγόμενα του, σε μία στιγμή και μία περίοδο που το χρειαζόμουν καθοριστικά, όπως θα φαινόταν και στη συνέχεια.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, επειδή κυκλοφόρησαν πολλά βιβλία και δημοσιεύματα, από διάφορες πηγές πίστευα ότι δεν θα έπρεπε πέραν του στενού και οικογενειακού περιβάλλοντος μου, να γνωστοποιήσω (και) τα δικά μου βιώματα μέχρι, ίσως, να δοθεί η σωστή αφορμή στον σωστό χρόνο. Το περιστατικό αυτό μαζί με όλα τα υπόλοιπα συνολικά, αποφάσισα να αποστείλω στην Ηγουμένη της Σουρωτής, με όλα τα βιογραφικά μου στοιχεία που επιβεβαιώνουν, με το παραπάνω, του λόγου το ασφαλές και τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν επώνυμα, μαζί με τα χιλιάδες άλλα, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παντού αλλού, όμως, επιθυμώ να μαρτυρώ για τον Γέροντα ως ένας εκ των ελαχίστων ανωνύμων, που άλλωστε είμαι.
Με πρόχειρες και συγκρατημένες μετρήσεις, μπορεί να υπολογίσει κάποιος που γνώριζε τον Γέροντα, ότι ειδικά από τότε που άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό, έχει δεχθεί την επίσκεψη εκατοντάδων χιλιάδων διαφορετικών ανθρώπων από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν βοηθηθεί προσωπικά, και κατ’ επέκταση οι οικογένειες τους, ώστε να μιλάμε χωρίς υπερβολή αλλά και ρεαλισμό για εκατομμύρια ανθρώπους ωφελημένους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άμεσα ή έμμεσα απ’ τον Όσιο αυτό άνθρωπο που λεγόταν Παΐσιος Μοναχός.
Με αφορμή, λοιπόν, τα είκοσι χρόνια χωρίς τον Γέροντα Παΐσιο ή μάλλον τα είκοσι χρόνια που είναι περισσότερο κοντά σε όλους μας, παραθέτω και καταθέτω αυτήν την μικρή πνευματική «μπαταρία» σε όποιον τη χρειάζεται, είτε για απόθεμα είτε για πνευματική επαναφόρτιση.
Άλλωστε, αυτό δεν έκανε πάντα ο Γέροντας και αρεσκόταν να λέει; Ότι «το Άγιο Όρος γεμίζει τις μπαταρίες μας».
Δι’ ευχών του.
12 Ιουλίου 2014