Από άθεος ροκάς, ορθόδοξος κληρικός και ιεραπόστολος στη Σιέρρα Λεόνε | Επίσκοπος Νικοπόλεως Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος (Themi Adams)
Πρόσφατα εξελέγη Επίσκοπος Νικοπόλεως. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μεγάλωσε στη Μελβούρνη. Στα 18 του το 1965 ήταν διάσημος ροκάς. Ήταν το μπάσο του συγκροτήματος "The Flies", στους διάσημους Beatles της Αυστραλίας, «φλέρταρε» με τον μαρξισμό, αλλά βρήκε τις απαντήσεις που έψαχνε στο Θεό.
Ο π. Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος είναι μια μορφή γνωστή σε πολύ κόσμο, αλλά για αιτίες καθόλου συνηθισμένες. Η ζωή του θα μπορούσε να παρομοιαστεί μ' ένα θεαματικό καμβά διαδοχικών σκηνών που υποστηρίζουν σθεναρά μια Αλήθεια που δεν έχει σύνορα: Στα νεανικά του χρόνια ήταν θρύλος του ροκ στην Αυστραλία. Η οξυδέρκειά του τον οδηγεί να προβληματιστεί με το αγεφύρωτο χάσμα των κοινωνικών τάξεων. Διαβάζει πολύ, ανακαλύπτει τον Μαρξ και αμφισβητεί την πίστη στον Θεό. Λίγο αργότερα και μετά από μια προσωπική επαφή με τον Θεό για τις λεπτομέρειες της οποίας δεν μιλάει σε κανέναν, κρατώντας την με ασφάλεια μυστική, συναντιέται με τη Θεολογία που θα σπουδάσει στη Βοστώνη, για να την διδάξει, όταν ολοκληρώσει τις σπουδές του, σε φοιτητές στην Αυστραλία. Απορεί ωστόσο όταν δεν συναντά στην πλειονότητα των φοιτητών, στα δέκα χρόνια διδασκαλίας του, την δίψα που είχε ο ίδιος όταν ξεκινούσε. Περνά τρεις μήνες γράφοντας ένα άρθρο που, όπως διαπιστώνει, θα διαβαστεί από κάποιους ελάχιστους διανοούμενους. Στη φάση εκείνη διαισθάνεται για τον εαυτό του το περιττό της ακαδημαικής καρριέρας. Ήταν αυτό που ήθελε να κάνει εντέλει στη ζωή του; Αποφασίζει λοιπόν όπως λέει ο ίδιος να ...
«βρει τον πονεμένο Χριστό, κοιτώντας απευθείας στα μάτια τον πονεμένο φτωχό στην Αφρική».Ήρθε στη συνάντησή μας στον Πειραιά φορώντας μάσκα και γάντια για τον κορονοϊό και είπε με διάθεση χιουμοριστική:
«Αν η κορόνα είναι ένας σκύλος που γαυγίζει, ο Έμπολα είναι ένα θηρίο που σκοτώνει. Ωστόσο πρέπει να προσέχουμε».
Όταν πριν λίγα χρόνια ξέσπασε ο Έμπολα στη Σιέρα Λεόνε, όλοι οι λευκοί ιεραπόστολοι των άλλων ομολογιών πήραν το πρώτο αεροπλάνο κι έφυγαν. Θα μπορούσε κι εκείνος να κάνει το ίδιο. Στην ερώτηση αν φοβήθηκε απαντά:
«Φυσικά φοβήθηκα. Είναι ένστικτο επιβίωσης ο φόβος. Ήταν το πιο εύκολο πράγμα να φύγω, όμως δεν μπορούσα να τους αφήσω. 'Εμεινα… Προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε όπως μπορούσαμε. Βάζαμε χλώριο στο νερό που πλενόμασταν. Κάποτε κάηκε από το χλώριο το δέρμα μου και μέχρι να το καταλάβω, νόμιζα πως έχω έμπολα στο τελευταίο στάδιο. Σε κάθε τραγωδία υπάρχει και η αστεία πλευρά. Οι Ορθόδοξοι της ενορίας δεν αρρώστησαν».
Μιλάει τα Ελληνικά με αγγλική προφορά γιατί στην Αυστραλία που μεγάλωσε μιλούσαν μόνο Αγγλικά. Στο Χάρβαρντ έμαθε αρχαία Ελληνικά και Εβραϊκά για να διαβάζει την Βίβλο. Τώρα μελετά τα Σουαχίλι. Μιλά γαλλικά και αραβικά και εξηγεί τον λόγο:
«Οι 'Ελληνες γονείς μου ζούσαν στο Κάιρο όπου εκείνη την εποχή η κουλτούρα της Ελλάδας υπήρχε έντονα στις γύρω περιοχές της Ανατολής. Αυτή η περίφημη Αλεξανδρινή κουλτούρα του 1930-1950 δυστυχώς έχει διασκορπιστεί πλέον στην Αμερική, στην Αυστραλία και στην Ελλάδα. Ήταν συνηθισμένο ένας Έλληνας της Αιγύπτου να μιλάει ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, αραβικά και ίσως και κάποια άλλη γλώσσα».
Στα 18 του έπαιζε μπάσο στο θρυλικό συγκρότημα "The Flies" και στα 1965 έπαιξαν στο ίδιο στάδιο με τους "Rolling Stones" στην Αυστραλία. Ποιο ρόλο έπαιξε στη μετέπειτα ζωή του αυτή η νεανική περίοδος; Απαντά με τη σιγουριά ενός ανθρώπου που περιπλανήθηκε αρκετά ώστε να μην αμφιβάλλει για τη μαθητεία στις στάσεις μιας πορείας:
«Η φάση της ζωής μου, κατά την οποία ασχολήθηκα με τη ροκ μουσική, ήταν όταν ήμουν 18 έως και 20 ετών. Πριν από αυτό ήμουν ένα παραδοσιακό παιδί και η τελευταία μου σκέψη τότε ήταν ότι θα έπαιζα ροκ μουσική. Το 1960, η μουσική ερχόταν από την Αμερική και ήταν για όλες τις ηλικίες. Στην συνέχεια όμως με τον ερχομό των Beatles, δημιουργήθηκε ένα κίνημα για την ελευθερία των νέων κάνοντας τον νέο το επίκεντρο της κοινωνίας. Μέσω της ροκ μουσικής οι νέοι έλαβαν ένα είδος εξουσίας που δεν είχαν πουθενά αλλού. Η επανάσταση αυτή είχε ως πρόσχημα πως, λόγω των δυσκολιών που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι παλαιότεροι ήθελαν να υπάρχει μια ασφάλεια και τάξη σε όλα, ενώ οι νέοι δεν το άντεχαν αυτό. Το 1965 υπήρξε η πρώτη αντίδραση που έλεγε ότι τα χρήματα δεν έχουν σημασία, ο καπιταλισμός είναι ο εχθρός του εργάτη, η ζωή της σιγουριάς είναι η ζωή του σκλάβου. Είναι γνωστό πως όλο αυτό το ξεκίνησαν οι Beatles, καθώς επηρέασαν με τους στίχους τους τη νεολαία. Ο νέος, είτε ήταν Καναδός, ή Αμερικάνος, Άγγλος ή Αυστραλός ξεκίνησε να αντιδρά και να κατακρίνει τους πολέμους, τον ρατσισμό, την υποτιμημένη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Όλοι αισθάνονταν πως είχαν ως στόχο να αλλάξουν την κοινωνία».
Βρίσκεται σε μια ανέμελα επαναστατική ηλικία που τον ενδιαφέρει η ιδεολογία και η αλλαγή. Η μουσική ροκ πρότεινε μια ιδεολογία. Σπουδάζει φιλοσοφία και φλερτάρει με τον Μαρξισμό. Ωστόσο, ο Themi Adams διαθέτει την ευφυΐα να χτυπήσει την πόρτα της Εκκλησίας. Η χρονική στιγμή όμως στον συγκεκριμένο τόπο δεν ενδείκνυται για διάλογο ανάμεσα σ' έναν διαβασμένο νεαρό άθεο κι έναν αρχιμανδρίτη χωρίς ιδιαίτερες θεολογικές γνώσεις. Ο πατήρ Θεμιστοκλής θυμάται:
«Εκείνη την εποχή, ως νέος δεν είχα την εκκλησία στη ζωή μου, καθώς η εκκλησία στην Αυστραλία εκείνο τον καιρό αποτελούνταν από ιερείς, οι οποίοι παρόλο που ήταν ταπεινοί δεν ήταν καθόλου μορφωμένοι. Εξαιτίας αυτού ήταν ακόμα πιο δύσκολο ως νέος να προσεγγίσεις την εκκλησία. Δεν θέλω να ακουστώ αριστοκρατικός, αλλά μου ήταν δύσκολο να μιλήσω σε ένα ιερέα για φιλοσοφικά θέματα. Πηγαίνοντας σε έναν αρχιμανδρίτη στη Μελβούρνη και ρωτώντας τον αν υπάρχει ή όχι Θεός, μου απάντησε "να αφήσω τον Θεό στη θέση του και να μην ανακατεύομαι". Εκείνη τη χρονική περίοδο δεν υπήρχε καμία διδασκαλία όσον αφορά τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Η γενιά μου όμως είχε πολλά ερωτήματα και ήθελε να μάθει ποιος είναι ο Θεός, κάτι στο οποίο δεν έπαιρνε κάποια σαφή απάντηση».
«Αυτά που είδα ήταν ο λόγος που έγινα χριστιανός, η στιγμή που κατάλαβα ότι υπάρχει ο Χριστός. Άρχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή μέρα νύχτα».
Εκείνο που τον ώθησε να στραφεί στις θεολογικές σπουδές και μάλιστα να πάρει πτυχίο θεολογίας από την θεολογική σχολή, του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη, να σπουδάσει αρχαία ελληνικά και Εβραϊκά στο Harvard για να διαβάζει την Βίβλο, ώστε να μάθει για τον Χριστό, δεν ήταν η λογική. Ήταν μια συνάντηση με τον Χριστό, την οποία αναφέρει χωρίς όμως να λέει οτιδήποτε άλλο:
«Τότε έβλεπα τον Χριστιανισμό ως τον εχθρό του εργάτη, ήμουν βέβαιος δηλαδή πως η εκκλησία υπάρχει για να διαδώσει μύθους και να έχει τον εργάτη ως σκλάβο της για οικονομικούς λόγους. Η εκκλησία για τον Μαρξ ήταν μια εκμετάλλευση του λαού, καθώς υπήρχε η ιδέα πως ο φτωχός θα πάει στην βασιλεία των ουρανών. Με αυτή τη σκέψη και τη λογική που είχα, ούτε σε 1000 χρόνια δεν θα πίστευα ότι υπάρχει Θεός. Ακόμα και μορφωμένοι ιερείς να υπήρχαν εκείνη την εποχή στην Αυστραλία, οι οποίοι θα μπορούσαν να μου δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματά μου, δεν θα τα πίστευα. Αυτό που έγινε και μου άλλαξε τη γνώμη ήταν κάτι που είδα. Αυτό που η λογική δεν θα μπορούσε να μου το δείξει, φανερώθηκε με μυστήριο τρόπο. Ο Θεός με λυπήθηκε, γιατί καθώς εγώ έψαχνα την αλήθεια μέσω του μαρξισμού, ο οποίος έλεγε για την δικαιοσύνη του φτωχού και ήταν ενάντια στην εκκλησία, εγώ απομακρυνόμουν από Εκείνον. Αυτά που είδα ήταν ο λόγος που έγινα χριστιανός, ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι υπάρχει ο Χριστός και πως ό,τι γράφει η Αγία Γραφή είναι αλήθεια. Η ζωή αυτή που έχουμε είναι ένα ταξίδι με αρχή και τέλος, αλλά υπάρχει και κάτι αιώνιο έπειτα. Βλέποντας αυτά ξεκίνησα να διαβάζω την Αγία Γραφή μέρα νύχτα».
Παράλληλα, χωρίς να ξέρει από που πρέπει να ξεκινήσει, αρχίζει να ψάχνει στη θεωρία των χριστιανικών ομολογιών και δυσκολεύτηκε να βρει ένα πνευματικό καταφύγιο, γιατί όπως τόνισε:
«H Αυστραλία εκείνη την εποχή αποτελούσε ένα σουπερμάρκετ από θρησκείες: Πρεσβυτεριανοί, Μεθοδιστές, Kαθολικοί. Τα περισσότερα δόγματα δεν μου άρεσαν, γιατί δεν ακολουθούσαν ακριβώς την Αγία Γραφή. Αυτό που με έκανε να επιστρέψω στην Ορθοδοξία ήταν το πνευματικό μυστηριακό ύφος που διαθέτει. Ταυτόχρονα, πίστευα πως υπήρχε κάποια αιτία που βαφτίστηκα ως παιδί ορθόδοξος χριστιανός στην Αλεξάνδρεια. Ακολουθώντας την Ορθόδοξη πίστη ήθελα πολύ να μάθω τι λέει ο Χριστιανισμός για να έχω τη δυνατότητα να μπορώ να εξηγήσω στους νέους της Αυστραλίας αυτό που έπρεπε να ακούσουν. Ήθελα να τους δώσω αυτό που δεν είχα λάβει εγώ από τους ιερείς».
Έμαθε αρχαία ελληνικά και εβραϊκά στο Χάρβαρντ για να διαβάζει τη Βίβλο, ενώ μετά την επαφή του με τον Θεό, την οποία έχει επιλέξει να κρατά δική του, αποφάσισε, όπως λέει ο ίδιος, «να βρει τον πονεμένο Χριστό, κοιτώντας απευθείας στα μάτια τον πονεμένο φτωχό στην Αφρική»
Τότε παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την Αυστραλία, αλλά και τις φιλοσοφικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, για να εισέλθει με όλη του την αλήθεια στην Εκκλησία. Γνωρίζοντας από προσωπική πικρή πείρα, πως «δεν υπήρχε ιδιαίτερη συζήτηση για τον Χριστό», αποφασίζει να μελετήσει θεολογία για να ξέρει ακριβώς τι λέει η Εκκλησία:
«Έτσι ξεκίνησα να σπουδάζω σε Oρθόδοξη θεολογική σχολή στην Αμερική. Ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, με οδήγησε στη Βοστώνη, αντί για την Αθήνα, γιατί ήξερα καλύτερα τα αγγλικά από τα ελληνικά».
Η δεκαετής διδασκαλία, το σπουδαίο κοινωνικό έργο του στην Κένυα και η στήριξη στις γυναίκες
Παίρνει διδακτορικό στην Θεολογία και επιστρέφει στην Αυστραλία. Από το 1988 έως το 1998 διδάσκει στην Θεολογική σχολή του Σύδνεϋ «Άγιος Αντρέας», καθώς και στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ Θεολογία και αρχαία Αιγυπτιακή γλώσσα.
Πέρασε δέκα χρόνια διδάσκοντας στους φοιτητές της Θεολογίας, ενώ έγραφε άρθρα και δοκίμια. Η γνώση και η διδασκαλία ήταν ένα σκαλοπάτι για να έρθει κοντύτερα στο νεανικό του όνειρο, να βοηθήσει τον φτωχό κάνοντας ό,τι μπορεί για να γίνει η ζωή του πιο ανθρώπινη. Έτσι το 1999 φεύγει για την Κένυα:
«Το 1999 αναχωρώ για την Κένυα με την εντολή του πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρου, αφού προηγουμένως είχε φροντίσει να χειροτονηθώ διάκος, ιερέας και τέλος αρχιμανδρίτης. Εκεί ιδρύσαμε το πρώτο πανεπιστημιακό ορθόδοξο κολλέγιο, το Orthodox Teacher’s College of Africa».
Το 2007 ο νέος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος τον έστειλε στην φτωχότερη χώρα της Μαύρης Ηπείρου, τη Σιέρα Λεόνε. Το πάλαι ποτέ φημισμένο αστέρι της ροκ, λάμπει καιρό πια, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σε μια πορεία που οι παλαιοί θαυμαστές του δεν θα υποψιάζονταν: Χτίζει ένα χωριό για να βρουν σπίτι εκατό ανάπηροι από τον δωδεκαετή εμφύλιο που διέλυσε το κράτος. Φτιάχνει με τη βοήθεια του αείμνηστου Νίκου Φουρνάρη αρχιτέκτονα, την εκκλησία του αγίου Μωυσή του Αφρικανού, σχολεία, κλινική, ναούς, ιατρεία. Μοιράζει συσσίτια και φροντίζει να δίνει στις αποφυλακισμένες γυναίκες ραπτομηχανές για να έχουν εργασία και να στηρίξουν τις οικογένειές τους. Τιμά και στηρίζει την γυναίκα της Σιέρρα Λεόνε. Κλείνει την πολύτιμη συνέντευξη που μας παραχώρησε, επαινώντας τις πιο ταπεινωμένες υπάρξεις στη χώρα της διακονίας του. Από τον τόνο της φωνής του, που αλλάζει συγκινημένος, αντιλαμβανόμαστε, ότι θα ένιωθε παράλειψη να μην αναφερθεί σε αυτές:
«Οι άντρες κάνουν παιδιά και μετά φεύγουν για να πάνε με άλλες γυναίκες και μετά με άλλες. Οι μάνες όμως μένουν πίσω και αδιαμαρτύρητα, με ελάχιστο παράπονο, όπως οι μανάδες και οι γιαγιάδες τους, αποδέχονται την εγκατάλειψη και προσπαθούν να θρέψουν τα μωρά παιδιά τους. Η γυναίκα στηρίζει την Αφρική».
* * *
Κάποιοι άνθρωποι της δύσης, ακούγοντας για τον πατέρα Θεμιστοκλή, ίσως έχουν την ακλόνητη βεβαιότητα ότι ζει εξόριστος στο περιθώριο του πολιτισμού και πως ο βρώμικος αέρας που αναπνέει στον σκουπιδότοπο του Κρου Μπέι, του είναι αποπνιχτικός. Το νερό είναι μολυσμένο και το ηλεκτρικό ρεύμα μια πολυτέλεια. Είναι ωστόσο γεγονός πως ο πατήρ Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος, ζώντας με την φτωχολογιά μιας παραγκούπολης, δίνει την αίσθηση ότι ζει σε μια πραγματική πατρίδα, κάνοντας με τρυφερότητα οικείους τους φτωχούς της.
Σοφία Χατζή
(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια, 19.01.2022)