Του Σάββα Καλεντερίδη
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή, ενώ όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν αναγνωρίσει και έχουν αναθέσει στην Άγκυρα έναν ρόλο περιφερειακής δύναμης, που διαχειρίζεται εξ ονόματι της Ουάσιγκτον μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται κυρίως με το λεγόμενο μετριοπαθές σουνιτικό Ισλάμ.
Η πολιτική αυτή των ΗΠΑ άρχισε να κάνει την εμφάνισή της κυρίως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τότε που υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA πρότεινε στην αμερικανική διοίκηση τη χορήγηση πράσινης κάρτας στον σουνίτη θρησκευτικό ηγέτη Φεττουλάχ Γκιουλέν. Σύμφωνα με τουρκικά δημοσιεύματα, η αμερικανική διοίκηση πείσθηκε να στηρίξει τον Γκιουλέν, καθώς και τον Ταγίπ Ερντογάν με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, πρώτα για να λειτουργήσουν ως σταθεροποιητικοί παράγοντες στην Τουρκία, για να μπορέσουν στη συνέχεια οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία ως «παράγοντα σταθεροποίησης» στους σουνιτικούς πληθυσμούς της περιοχής, αλλά και ως παράγοντας εξισορρόπησης της επιρροής της Ρωσίας στις μουσουλμανικές χώρες της Κεντρικής Ασίας και τον Καύκασο.
Ως αποτέλεσμα της στήριξης των ΗΠΑ και του ρόλου που έχει ανατεθεί στην Τουρκία, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχείρηση αποσταθεροποίησης της Συρίας, φιλοξενώντας στο έδαφός της το «Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας», που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τους εξεγερμένους, περίπου 25 χιλιάδες πρόσφυγες, που τους οδήγησαν εκεί μηχανισμοί του τουρκικού βαθέος κράτους, και μερικές εκατοντάδες λιποτάκτες του συριακού στρατού, που εκπαιδεύονται στον ανορθόδοξο πόλεμο από Τούρκους αξιωματικούς των ειδικών δυνάμεων.