Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Η σχέση ανθρώπου και φύσης: Η πνευματική υπόσταση του οικολογικού προβλήματος, της εκάστοτε Κλιματικής Αλλαγής και των ακραίων καιρικών φαινομένων.

«Η γη αγλώσσως βοά στενάζουσα. Τι με κακοίς μιαίνετε πολλοί πάντες άνθρωποι; ... λάβετε αίσθησην και εν μετανοία τον Θεόν εξιλεώσασθε». (Ευχολόγιον Μέγα)
«Άψινθος, κατέπεσε και επέφερε την τοξική μόλυνση των υδάτων και το θάνατο πολλών ανθρώπων» (Αποκ. η΄ 10-11) (Άψινθος στην ουκρανική γλώσσα σημαίνει Τσέρνομπιλ).
«Ισχύνθησαν γεωργοί επεκάλυψαν την κεφαλήν αυτών και έλαφοι εν αγρώ έτεκον και εγκατέλιπον ότι ούκ ην βοτάνη» (Ιερεμίας ιδ΄ 5).
«Έθετο ποταμούς εις έρημον και διεξόδους υδάτων εις δίψαν, γην καρποφόρον εις άλμην από κακίας των κατοικούντων εν αυτή» (Ψαλμός 106, 33-34).
«Πας ο χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή, ηφανίσθησαν κτήνη και πετεινά… αφανισμώ ηφανίσθη πάσα η γη» (Ιερεμίας ιβ΄ 4,11). «Η αμαρτία η περί τον άνθρωπον κεκάκωκε» και αυτά τα ζώα. «Του γαρ ανθρώπου παραβάντος» την εντολή του Θεού «κι’αυτά συμπαρέβη» χωρίς βεβαίως τούτο να σημαίνει ότι τα ζώα έχουν ενοχή. (Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον Β΄17 ΒΕΠΕΣ 5,33/36-37)

Τα πιο πάνω είναι...
μόνο μερικά χωρία, που περικαλλώς μπορούν να αποδώσουν αυτά που και σήμερα βιώνει η ανθρωπότητα και που είναι γνωστά ως οικολογικό πρόβλημα. Η οικολογική κρίση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μετάσταση της ηθικής και της κοινωνικής κρίσεως στη φύση από τον άνθρωπο, που έβαλε ως σκοπό του αντί τη σωτηρία του την υλική σύναξη.

Διότι η φύση δεν είναι ουδέτερη, ανεξάρτητη από την ιστορία και τις ενέργειες του ανθρώπου. «Η φύσις δια τον άνθρωπον εγένετο. Ούχ ο άνθρωπος δια την φύσιν»(Μάρκ. β΄,27).

Η δημιουργία του κόσμου πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου έχει την έννοιαν, ότι ο Θεός ετοίμασε πρώτα το «ανάκτορο» του βασιλέα της κτίσεως και ύστερα εδημιούργησε τον βασιλέα (Ι. Χρυσόστ.). Εδημιούργησε τον λαμπρό βιότοπο του ανθρωπίνου είδους. «Εποίησεν ως αγαθός το χρήσιμον, ως σοφός το κάλλιστον, ως δυνατός το μέγιστον» κατά το Μ. Βασίλειο (Εις Εξαήμερον 1,7 ΒΕΠΕΣ 51,91). Ποιο ψάρι θα μπορούσε να ζήσει «άνευ θαλάσσης» και ποιο χόρτο «άνευ χοός»;. Μ’ αυτό τον τρόπο και η ζωή του ανθρώπου απαιτεί γη και αέρα και ύδωρ καθώς και παν κτίσμα που «εν σοφία» εποίησεν ο Κύριος, συνεργαζόμενα και εν αρμονία να υπάρχουν και να παρέχουν στον άνθρωπο «βρώσιν και πόσιν». Και κατέστησεν ο Θεός τον άνθρωπο, τον «κατ’ εικόνα» Θεού πλασθέντα (Γεν α΄ 28) «εκ γης χοϊκόν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 47), «άρχοντα όλων των βλεπομένων. άρχοντα χειροτονητόν όλων των αλόγων και των αψύχων» (Ι. Χρυσόστ. Εις Γεν. Ομ. 21,2 PG 53,177. Μ. Βασιλείου Εις Εξαήμ. 6,1 PG29.117C).

Στον προπτωτικόν παράδεισον οι πρωτόπλαστοι απελάμβαναν την παρουσίαν του ημέρου Δεσπότου και πλουσιοδώρου Πλάστου τους, εκείνην την ανεκλάλητον τρυφήν, εκείνα τα άρρητα κάλλη και τας ευμορφίας όπου είχαν τα άνθη του Παραδείσου, την αφρόντιστον και ακοπίαστον ζωήν, την συναναστροφή των αγγέλων 2. Δεν υπήρχεν εις τον φυτικόν κόσμο 
(ούτε και εις τα ζώα βεβαίως) τίποτε το αποτυχημένον είτε από απειρίαν των γεωργών, είτε από άσχημον καιρόν είτε από καμιάν άλλη αιτίαν, από αυτές που καταστρέφουν τα γεννήματα. Επίσης δεν υπήρχεν ακόμη ως εμπόδιον εις την ευφορίαν της γης η καταδίκη των πρωτοπλάστων. Όλα αυτά είναι αρχαιότερα της αμαρτίας, ένεκα της οποίας καταδικασθήκαμεν να τρώγωμεν το ψωμί μας «εν ιδρώτι του προσώπου μας» ( Γεν γ΄ 19) (Μ. Βασιλείου Εις Εξαήμ. 5,5 PG29.105C).

Όμως ήρθε η πτώση. Ο άνθρωπος υποκύπτοντας στον πειρασμό αυτονόμησε την ύλη και τον κόσμο, λάτρεψε «την κτίση παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ. 1,25) και δουλώθηκε στην αμαρτία. Και ο κόσμος υποφέρει μαζί του. « Τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα» (Ρωμ. η΄,20).

Και η κτίσις «συστενάζει και συνωδίνει» (Ρωμ. η΄,22). Ο άνθρωπος διετάραξε τις φιλικές και αρμονικές σχέσεις με το περιβάλλον του. Η αποστασία και η πτώση του ανθρώπου αποσυνθέτει και όλο το φυσικό κόσμο. Επικρατεί πλέον και εις τη φύση η αταξία και η δυσαρμονία. «Ήλιος ακτίνας έκρυψεν, η σελήνη συν τοις άστροις εις αίμα μετετράπη, όρη έφριξαν, βουνοί ετρόμαξαν, ότε παράδεισος εκλείσθη…» (Τριώδιο Κατανυκτικό, Κυριακή της Τυρινής, Εις τη Λιτήν)2. «…Η γη από ευλογία έγινε κατάρα. Από το χώμα φυτρώνουν αγκάθια και αγριόχορτα…(Γεν. γ΄ 17-18).

Ο φυσικός κόσμος στην ενσάρκωση του Υιού του Θεού προγεύεται την αποκατάσταση του στην αρχέγονη κανονική λειτουργία του και αγάλλεται ( Ματθ. β΄ 2. Λουκ. β΄ 13-14).Ο Ιησούς ενεργεί κυριαρχικά πάνω στα στοιχεία της φύσεως- αέρα, νερό, δένδρα, χώμα-και τα απελευθερώνει από την κατάσταση της δουλείας και της φθοράς αποκαθιστώντας τα σε όργανα της βασιλείας του. Ο Θείος Λόγος με την ενσάρκωση, την ανάσταση και την ανάληψή του κατήργησε το θάνατο της ανθρώπινης φύσης και ανύψωσε τον άνθρωπο και την υλική κτίση στην αιώνια κοινωνία και ζωή της παναγίας και ζωοποιού Τριάδος. Ο Θείος λόγος με την πρόσληψη της υλικοπνευματικής ύπαρξης του ανθρώπου προσέλαβε ολόκληρη τη κτιστή ύπαρξη.11

Ο άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα» Θεού πλασθείς (Γεν α΄ 28) «εκ γης χοϊκός» (Α΄ Κορ. ιε΄ 47) είναι μεθόριος ανάμεσα στον υλικό και τον πνευματικό κόσμο. Είναι ο συνδετικός κρίκος της ύλης και του πνεύματος. Τοποθετήθηκε στον υλικό, άλογο και άψυχο κόσμο ως μικρόθεος, ως «αντιπρόσωπός Του» για να συμμετέχει σε μια συνεχή δημιουργία10 και να κατευθύνει τη κτίση στην τελειότητα. Καλείται ο άνθρωπος να συντηρήσει, να προστατέψει από τον κίνδυνο καταστροφής, να καλλιεργήσει τον πλανήτη που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Ο άνθρωπος «είναι κατά μίμηση Θεού δημιουργός»9. Η αναφαίρετη δημιουργική δραστηριότητα του όμως, που είναι η πηγαία έκφραση των ικανοτήτων του, δεν πρέπει να αντικρούεται με την φυλακτική δραστηριότητα για την οποία ετάχθη. «Πάντα μοι έξεστιν αλλ’ ου πάντα συμφέρει» (Α΄ Κορ.,Στ΄ 12). Η φύση ανήκει κατά κυριότητα αποκλειστικά στο Θεό. Εκείνος τα έδωσε κοινά σε όλους τους ανθρώπους, παρέχοντας τους μόνο το δικαίωμα της χρήσεως και διαχειρίσεως 5. «Δεν είναι προορισμένος ο άνθρωπος να κατεξουσιάζει της κτίσεως, ως εάν ήτο ο ιδιοκτήτης της δημιουργίας, αλλά να ενεργεί οιονεί ως ιερεύς της δημιουργίας και ως οικονόμος της, καλλιεργών αυτήν εν αγάπη και αναφέρων αυτήν εν ευχαριστία μετά δέους και σεβασμού εις τον Δημιουργόν» 3.

Σήμερα, είναι αυτό ακριβώς το πνεύμα αγάπης που έχασε ο άνθρωπος και «βλέπομεν όλην την αναίσθητον φύσιν υποκείμενην εις την φθοράν». Ο άνθρωπος έπαυσε να αντιμετωπίζει τη φύση με το πνεύμα της βασιλείας του Θεού. Πνεύμα αγάπης προς το σύνολο της δημιουργίας 4. Ο διακείμενος μεταξύ πνεύματος και ύλης άνθρωπος μετέφερε και τα δύο του σκέλη προς την ύλη. Τη λάτρεψε, τη θεοποίησε. Η εγωπάθεια, απληστία, φιλαργυρία, κενοδοξία δημιουργούν αντιμαχόμενα άτομα που καθένα εκμεταλλευόμενο ή αδιαφορώντας για τους «πλησίον» εκμεταλλεύεται ή καταστρέφει τη φύση 4. Η φύση κακοποιείται, κατακρεουργείται. Αυτή η αλλοτρίωση της φύσης από τον άνθρωπο εξασθενεί τη σχέση της φύσης με το Θεό. Παύει πλέον η φύση να θεωρείται ως Θεϊκή Δημιουργία 5.Και αφού δεν αισθάνεται τη συγγένεια που έχει με αυτήν έπαψε να την αγαπά. Η προσπάθεια αλλοίωσης και φθοράς του φυσικού χώρου της δημιουργίας, που αποκαλύπτεται συνεχώς ο Θεός, δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια αμφισβήτησης της κυριότητας της από τον Θεό 5.

Η κτίση, ως ομοούσια με το ανθρώπινο σώμα, υποστηρίζει το ναό του αγίου πνεύματος. Ο άνθρωπος έχει φυσιολογική ανάγκη τη διαβίωση στο φυσικό βιότοπό του, που είναι δημιουργημένος «καλός λίαν» από τον κτίστη του παντός. Σήμερα βλέπουμε πόσο απάνθρωπη είναι η διαβίωση στα πλήρως ανθρωπογενή περιβάλλοντα, μακρυά από τη φύση, μακριά από τη δημιουργία. Ο άνθρωπος μακριά από τη Δημιουργία δεν αναπνέει, ασφυκτιά, πνίγεται.

«Αντί του ευχαριστιακού και ασκητικού πνεύματος, με το οποίον εγαλούχησεν η Ορθόδοξος Εκκλησία τα τέκνα της επί αιώνας, παρατηρείται σήμερον ένας βιασμός της φύσεως προς ικανοποίησιν όχι βασικών του ανθρώπου αναγκών, αλλά μίας ατελευτήτου και διαρκώς αυξανόμενης σειράς ορέξεων και επιθυμιών, τας οποίας ενθαρρύνει η επικρατούσα φιλοσοφία της καταναλωτικής κοινωνίας» 3.

Ποια είναι η Ορθόδοξη Στάση;
Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει ένα πιο απλό τρόπο ζωής, ένα ανανεωμένο ασκητισμό που απευθύνεται σε κληρικούς και λαϊκούς για χάρη της δημιουργίας.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δέκα αιώνες πριν, επισημαίνει τη σύνδεση των περιβαλλοντικών προβλημάτων με το κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα και αναφέρει ότι η σωστή στάση απένατι στη φύση και τα αγαθά της είναι η έλλογη χρήση τους. Οι πατέρες μιλούνε στα κείμενά τους για ασκητική και αντικαταναλωτική χρήση του κόσμου. Υπογράμμισαν ότι η πλεονεξία, η απληστία και η καταναλωτική ζωή, που αποτελούν βασική αιτία της κοινωνικής αδικίας, δεν έχουν θέση στη ζωή του Χριστιανού, αφού εκφράζουν «το πνεύμα του κόσμου τούτου» 5. Ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το Α΄ Τιμ. 6,6, παρατηρεί «Πορισμός μέγας η ευσέβεια μετά αυταρκείας…». Και ο Μ. Βασίλειος αναφέρει «Μη φανώμεν των αλόγων ωμότεροι. Εκείνα γαρ τοις εκ της γης φυομένοις παρά της φύσεως ως κοινή κέχρηνται…Ημείς δε εγκολιζόμεθα τα κοινά, τα των πολλών μόνοι έχομεν…» (Ομιλ. Εν λιμώ και αυχμώ 5, PG 31,325 A) 8.

Πρέπει να δούμε τη φύση κάτι σαν το ποίμνιό μας και το μοναδικό πρότυπό μας δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Ένα «τον ποιμένα τον καλόν» και κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Όπως ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε «το πνεύμα του Θεού διδάσκει τη συμπόνια για όλη τη κτίση, ώστε να μην κόβουμε ούτε τα φύλλα των δένδρων χωρίς ανάγκη». Μέσα από ένα οικολογικό ασκητισμό θα ανακαλύψουμε τη συγγένεια και τη συναδέλφωση με την υπόλοιπη φύση, ώστε να τη μεταβάλουμε να την ανακαινίσουμε. Είναι πληθώρα παραδειγμάτων, που μπορεί να αναφέρει κανείς, ασκητών που με μια τέτοια συμφιλίωση με τη φύση εβίωσαν ένα προχωρημένο στάδιο μεταμόρφωσης της φύσης. Ο άγιος Μάμας, για παράδειγμα, τρεφόταν από γάλα άγριων ζώων που τον επισκέπτονταν ομαδικά και καθημερινά και με πολλή αγάπη και οικειότητα του πρόσφεραν το γάλα τους. Όσο δε γάλα του περίσσευε το έκανε τυρί και το μοίραζε στους φτωχούς. 12

Η φύση μέσα από τη δική μας αγιότητα, ανακαινίζεται, εξαγιάζεται. Η νηστεία κατά τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, με το να κάνει το σώμα διαφανές και ανάλαφρο, το μεταθέτει στην αρχέγονη κατάσταση του Αδάμ και τα θηρία οσφραίνονται πάνω στον ασκητή την ευωδία του Αδάμ. 8

Η φύση βρίσκεται σε συνεχή σχέση με το δημιουργό και ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος, ο ιερέας που θα διατηρήσει τη σχέση του κόσμου με το Θεό και θα πρωτοστατήσει στον αγιασμό του. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί τη σύνοψη της σχέσεως Θεού-Ανθρώπου-Φύσης. «Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Προσφέρομεν τον άρτον και τον οίνον εις δόξαν του δημιουργού και αγιασμένα αντιπροσφέρονται για εξαγνισμό από τη φθορά. Ο άνθρωπος δεν προσφέρει τον σίτον και τη σταφυλή ακατέργαστα ως θεία δωρεά και ευλογία, αλλά «τη ενεργεία» του ως άρτον και οίνον καταδεικνύοντας ακόμα μια φορά ότι «τη αθρωπίνη δράση» η φύση θα καινωθεί και θα εξαγιαστεί, ακολουθώντας την ιστορία του επίγειου βασιλέως της.

Κατά την κρίσιν επειδή η κτίση «επαλαιώθη και κατεμολύνθη από τας αμαρτίας μας, θέλει διαλυθεί από τον δημιουργόν Θεόν με φωτιάν, ήγουν θέλει ξαναχωνευθεί, και θέλει γενεί καινούργια, και λαμπροτέρα ασυγκρίτως από αυτήν όπου φαίνεται τώρα» (Συμεών του νέου Θεολόγου μέρος α΄ Λογ. 45, 4 Άπαντα) 2.

Και όταν ο άνθρωπος γίνει άφθαρτος, αθάνατος και πνευματικός τότε και   «… η κτίση θα γενεί όλη πνευματική, θέλει γενεί κατοικητήριον άϋλον, άφθαρτον, άτρεπτον, παντοτεινόν και νοερόν, Και ο ουρανός θέλει είναι ασυγκρίτως λαμπρότερος και φωτεινότερος από αυτόν που φαίνεται τώρα, ωσάν άλλος καινούργιος. Και η γη θέλει λάβει μίαν ευμορφίαν ανεκλάλητον και καινούργιαν και ένα είδος χλόης αμάραντον, ήγουν στολισμένη με άνθη φωτεινά και πολυποίκιλα και πνευματικά, εις τα οποία, καθώς λέγει ο θείος λόγος, κατοικεί δικαιοσύνη. Και ο ήλιος θέλει λάμψει επταπλασίως περισσότερον…. Και όλος ο κόσμος θέλει είναι ανώτερος από κάθε λόγον, ωσάν όπου υπερβαίνει κάθε διάνοιαν» (Συμεών του νέου Θεολόγου μέρος α΄ Λογ. 45,5  Άπαντα).2

«Κέντρο του θανάτου (του ανθρώπου και της φύσης) η αμαρτία» (Α΄ Κορ. ιε΄,56). Θάνατος του ανθρώπου σημαίνει θάνατος της φύσης και αντίστροφα. Ο άνθρωπος με συνοδοιπόρο τη φύση θα πρέπει να ανεβαίνει ολοένα και ψηλότερα στην κλίμακα της αγιότητας. Μέσα από μία σωστή χρήση και οικονομία της δημιουργίας πρέπει να ανιπαρέλθει την εωσφορική καταδυνάστευσή της από το καταναλωτικό πνεύμα του κόσμου τούτου και να υμνεί και να δοξολογεί τον κτίσαντα, μέχρι να δούμε «καινό ουρανό και γη καινή » (Αποκ. κα΄ 1-5).

Συγγραφέας: Δρ. Αντρέας Χατζηχαμπής

ΠΗΓΕΣ:

Σ. Αγουρίδη Οικολογία και θεολογία, Νέα Οικολογία, 11/1996, αε. 145.
Ν. Βασιλειάδη Το Μυστήριον του Θανάτου, Αθήνα, «ο Σωτήρ», 1996.
Δημητρίου Α΄ (Οικουμενικού Πατριάρχη), Μήνυμα επί τη ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος, 1η Σεπτεμβρίου 1989.
Β. Κασκαντάμη Το οικολογικό πρόβλημα και η Ορθόδοξος Χριστιανική διδασκαλία, Ακτίνες, 6/1990, αρ. 512.
Α. Κεσελόπουλος Θεολογικές επισημάνσεις για την οικολογική κρίση,Έξοδος, άνοιξη-καλοκαίρι, 1991, αρ. 5.
Σ. Κουρουζίδη Η γη αγλώσσως βοά στενάζουσα, Νέα Οικολογία, 11/1996, αρ.145.
Θ. Νάντσου Περιβάλλον και Ορθόδοξη Παράδοση, Νέα Οικολογία, 4/1999, αρ.173.
Α. Νικολαϊδη Η Κοσμολογία της Άσκησης και της Παραίτησης, Κατερίνη, Τέρτιος, 1990.
Η. Οικονόμου Ορθοδοξία και Οικολογία, ΕΚΚΛΗΣΙΑ, 15/3/1989, αρ. 5
Ε. Στύλιος (Επίσκοπος Αχελώου) Άνθρωπος και περιβάλλον: η χριστιανική άποψη για το οικολογικό πρόβλημα, Αθήνα, Εκκλησία της Ελλάδος, 1987.
Ε. Στύλιος (Επίσκοπος Αχελώου) Άνθρωπος και περιβάλλον, Αθήνα, Εκκλησία της Ελλάδος, 1989.
Χ. Χριστοδουλίδη Οι Άγιοι και τα Ζώα, Λεμεσός, Α. Φιλή Λτδ., 1999.