Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Μία αδημοσίευτη επέμβαση του Αγίου Ανθίμου της Χίου (15 Φεβρουαρίου 1960)



Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου

Τον  Αύγουστο του 1994, επισκεφτήκαμε, για μία ημέρα, την Ιερά Μονή Παναγίας Βοήθειας στη Χίο. Οι δύο απ’ τους τρεις της παρέας, είχαμε παραγγείλει για αγιογράφηση στις μοναχές του μοναστηριού, πολύ καιρό πριν, από μία μεσαίου μεγέθους εικόνα. Υπήρχε ήδη, και μία έμμεση σχέση με τη Μονή. Η μητέρα του ενός καλού μου φίλου, καταγόταν από τη Χίο και είχε βαπτιστεί από τον Άγιο Άνθιμο. Εκείνη με τη σειρά της είχε βοηθήσει αργότερα τη Μονή, σε διάφορες ανάγκες της, ιδιαίτερα την περίοδο της κουράς της μοναχής Βρυαίνης, που έγινε μετέπειτα και Ηγουμένη στη Μονή.
Οι μοναχές μάς υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα και εμείς προσκυνήσαμε με συστολή τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βοήθειας, τον τάφο του Αγίου Ανθίμου και το κελί του. Ευλογημένη συγκυρία ήταν ότι, δύο χρόνια πριν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε προβεί στην επίσημη Αναγνώριση και Αγιοκατάταξη του Άγιου Ανθίμου, και η Μονή είχε μόλις επανεκδώσει το βιβλίο του πολιού Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτη, στον οποίο είχε ανατεθεί, χρόνια πριν, να συγγράψει το βίο του Αγίου. Τον μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο γνωρίζαμε από το Άγιο Όρος και μας είχε μιλήσει κι ο ίδιος για το θαυμαστό πνευματικό παρασκήνιο που επικρατούσε κατά τη διάρκεια της αξιόπιστης καταγραφής της ζωής του Αγίου Ανθίμου.
Η Ηγουμένη μας έδωσε από ένα αντίγραφο του εν λόγω βιβλίου και μαζί με αυτό, και μία ασπρόμαυρη φωτογραφία του Αγίου που είχε τραβηχθεί τη δεκαετία του ’50 στη Μονή. Ο Άγιος Άνθιμος στεκόταν σε στάση ευλογίας. Τη κράτησα ως θησαυρό και την έβαλα μέσα στις σελίδες του σκληρού χοντρού βιβλίου μου, για προστασία.
Προβλεπόταν ένα δύσκολο ταξίδι επιστροφής,αλλά η Χάρη της Παναγίας και του Αγίου φαίνεται ότι είχαν σκοπό να μας ξεπροβοδίσουν με φροντίδα από τη Χίο. Επιβιβαστήκαμε μαζί με τους υπεράριθμους επιβάτες στο πλοίο της γραμμής για ένα ολονύκτιο ταξίδι προς το Πειραιά, και διαπιστώσαμε ότι μες στο πλοίο δεν έπεφτε καρφίτσα. Δηλώσαμε το ενδιαφέρον μας έστω και για ένα για κρεβάτι, ώστε να ξεκουραζόμασταν εναλλάξ, αλλά στην υποδοχή του πλοίου μάς το απέρριψαν κατευθείαν -βλέποντας μας και νεαρούς- διότι είχαν σκοπό αν ακυρωνόταν κανένα να το δώσουν σε ηλικιωμένους ή μητέρες με παιδιά. Στριμωχθήκαμε, με τις εικόνες και τις τσάντες μας αγκαλιά, μισοκαθισμένοι πάνω σε ένα πλαστικό μακρόστενο κουτί σωσιβίων, στο εξωτερικό κατάστρωμα, κι αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε με χιούμορ την κατάσταση μήπως κι ελαφρυνόταν η ταλαιπωρία μας. Κάποια στιγμή, ξαναρωτήσαμε την υποδοχή και μάς είπαν ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή είχε ακυρωθεί μία τρίκλινη καμπίνα κι ότι μπορούσαμε να την πάρουμε αν θέλαμε. Αρπάξαμε την ευκαιρία αμέσως και πήγαμε με διακριτικό στυλ να κάνουμε ένα ξεκούραστο ταξίδι γυρισμού, γνωρίζοντας καλά κι οι τρεις μας, ότι η καμπίνα εκείνη ήταν μία άνωθεν μέριμνα.

Φύλαξα καλά το βιβλίο με τη φωτογραφία καθ’ όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι και το φθινόπωρο.
Λίγο πριν τον επόμενο χειμώνα, άρχισα να διαβάζω το βιβλίο του Αγίου Ανθίμου στο σπίτι και επειδή το έβρισκα πολύ ωφέλιμο το έπαιρνα μαζί μου και στη δουλειά, για να ρίχνω καμιά κλεφτή ματιά όταν είχα κενό. Βοηθούσε, βέβαια, το γεγονός ότι η δουλειά μου ήταν στο γραφείο του πατέρα μου κι έτσι δεν υπήρχε φόβος σοβαρών συνεπειών απ’ τον  ίδιο, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος άνθρωπος. Το σπίτι μου ήταν στη Νέα Σμύρνη και η δουλειά μου πολύ κοντά στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά.
Συνέβη, λοιπόν, το εξής: ένα απ’ τα πρωινά εκείνα, ετοιμάστηκα και βγήκα απ’ το διαμέρισμα μας κρατώντας, ως συνήθως, ένα σωρό μικροπράγματα στα χέρια μου, όπως κλειδιά σπιτιού, αυτοκινήτου, γραφείου, πορτοφόλι, κτλ. και μαζί με όλα αυτά, και το βιβλίο. Κατέβηκα με τον ανελκυστήρα στο υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας για να πάρω το αυτοκίνητο μου. Είχα το συνήθειο, για να καταφέρω να το ξεκλειδώσω, ν’ ακουμπάω πρώτα όλα τα μικροπράγματα που κρατούσα στην οροφή του και μετά να τα βάζω μέσα πριν φύγω. Έτσι κι έκανα.
Πήρα με φόρα την απότομη ανηφορική ράμπα του γκαράζ και με σβελτάδα μέσ’ από διάφορα δρομάκια στράφηκα προς μία υπόγεια γέφυρα, για να περάσω απέναντι στο κατηφορικό ρεύμα της Λεωφόρου Συγγρού που θα με οδηγούσε στον Πειραιά, μέσω της παραλιακής. Ο καιρός ήταν σκοτεινός, θυελλώδης και με απότομες ριπές καταρρακτώδους βροχής που πήγαζαν νότια, από τη θάλασσα.
Βγαίνοντας στη Λεωφ. Συγγρού ανέπτυξα μεγάλη ταχύτητα και πέρασα τη στροφή που έβγαζε στο παραλιακό ρεύμα του Νέου Φαλήρου. Ο άνεμος και η βροχή λες και παλεύανε να βγάλουν το βαρύ μου Βόλβο εκτός πορείας. Δεν πτοήθηκα και συνέχισα. Λίγο πιο κάτω, πριν το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας είχε σχηματιστεί απελπιστικό μποτιλιάρισμα απ’ τον συνδυασμό των καιρικών συνθηκών και της ώρας αιχμής. Αποφάσισα να πιάσω εγκαίρως τη δεξιά λωρίδα της παραλιακής, για να πάρω τη γέφυρα που οδηγούσε απ’ το Καραϊσκάκη στην οδό Πειραιώς, ώστε να μπω στον Πειραιά απ’ την άλλη πλευρά και να αποφύγω την πολλή κίνηση. Η γέφυρα εκείνη, μάλιστα, έχει ακόμα και σήμερα, ένα μεγάλο σαμαράκι, όπου αν το περνούσες με λίγο μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ την προβλεπόμενη, έκανε το αυτοκίνητο να αναπηδήσει ευχάριστα. Είχα χώρο και πράγματι δημιούργησα την αγωνιστική στιγμή της ημέρας.
Τελικά, φτάνοντας στην Ακτή Μιαούλη, κοντά στον Άγιο Νικόλα, περιμένοντας στο φανάρι για να στρίψω στο στενό του γραφείου μας, πρόσεξα ότι πλησίαζε από πίσω ένα αυτοκίνητο που κόρναρε και μού αναβόσβηνε τα φώτα. Όταν έφτασε ακριβώς από πίσω, ο οδηγός κατέβηκε κι άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος μου μ’ ένα, μάλλον, σοβαρό ύφος. Σκέφτηκα ότι, προφανώς λόγω του νεανικού τρόπου οδήγησης μου, μπορεί να του είχα προκαλέσει κάποια ανησυχία κι προετοιμαζόμουν ψυχολογικά να ακούσω κάναν εξάψαλμο.
Κατέβασα το παράθυρο μου, έτοιμος να απολογηθώ για το οτιδήποτε. Είδα τον πενηντάρη οδηγό να πιάνει κάτι πάνω από το κεφάλι μου στην οροφή του αυτοκινήτου, και σκύβοντας να μου λέει με τρομερή έκπληξη και θαυμασμό, «Παιδί μου, το βιβλίο σου -δεν το βλέπεις; Προσπαθώ να σε φτάσω πολύ ώρα για να στο πω. Πάρτο!»
Ψέλλισα ένα «Ευχαριστώ πολύ» και καθώς ο οδηγός αποχωρούσε με σοβαρή απορία, κοίταζα αποσβολωμένος το ελαφρώς βρεγμένο βιβλίο του Αγίου Ανθίμου, -το οποίο είχα αναμφίβολα ξεχάσει πάνω στην οροφή όταν έμπαινα μέσα στο αμάξι για να φύγω. Το ξεφύλλισα με αγωνία μέχρι να βρω την σπάνια φωτογραφία του Αγίου Ανθίμου εκεί ακριβώς που την είχα βάλει, ως σελιδοδείκτη, το προηγούμενο βράδυ.
Επί τόπου, ο νους μου ξανάζησε αναδρομικά όλες τις κινήσεις που έκανα πριν μπω στο αμάξι και την πορεία που ακολούθησα μετά, μέσα στις ακραίες καιρικές συνθήκες, το αναπήδημα του αυτοκινήτου στο σαμαράκι της γέφυρας, και την απότομη έξοδο από την ανηφορική ράμπα του γκαράζ -εκεί όπου οποιοδήποτε αντικείμενο ξεχασμένο στην οροφή ενός αμαξιού θα έπεφτε ανεμπόδιστα εξαρχής.
Ναι, το είχα ξεχάσει αφηρημένος πριν μπω. Ναι, ήταν αδιανόητο να έχει επιβιώσει ένα βιβλίο πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο που ανέπτυξε ταχύτητα πάνω από 120χλμ, αναπήδησε αγωνιστικά, και δεν ξεφυλλίστηκε καν από τον σχετικό άνεμο της ταχύτητας ή τους δυνατούς και βροχερούς νοτιάδες. Όλες αυτές οι αντιξοότητες συντελούσαν στην  αδιαμφισβήτητη απόδειξη μίας μικρής επέμβασης της Χάρης του Αγίου Ανθίμου. Η ευλάβεια μου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο για τον μοναδικό εκείνον Ιερομόναχο, που σφράγισε ανεξίτηλα την πνευματική παράδοση της Χίου, και ακόμα περιδιαβαίνω τη ζωή του μέσ’ απ’ το βιβλίο του φωτισμένου Γέροντος Θεοκλήτου. Επίσης, αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση που δεν είχε χαθεί, λόγω της ανωριμότητας μου, η ευλογία της Ηγουμένης της Ι.Μ. Παναγίας Βοήθειας.
Η μέριμνα του Αγίου Ανθίμου σ’ εμένα τον αμαρτωλό, φάνηκε κι αργότερα στη ζωή μου, όταν μετά από μία μεγάλη δοκιμασία, γνώρισα έναν άνθρωπο που θα με στήριζε καθοριστικά. Η σύζυγος μου, είναι γεννημένη την ημέρα της εορτής του Αγίου Ανθίμου, 15 Φεβρουαρίου.
Το καταθέτω ανώνυμα, στο ευρύ κοινό προς δόξα του Αγίου Ανθίμου και επώνυμα, στη Μονή Παναγίας Βοήθειας ως κόκκο απανθίσματος της Χάριτος του. Αμήν.

Ι.Ζ. 15/2/2016