Γράφει ὁ Γεώργιος Μπαμπινιώτης, καθηγητὴς Γλωσσολογίας
Ἄπαγε ἀπ’ ἐμοῦ… ἡ μισαλλοδοξία. Δὲν αἰσθάνομαι νὰ κινδυνεύω ἀπὸ τοὺς Τούρκους, δὲν εἶμαι «τουρκοφάγος», δὲν πιστεύω σὲ σενάρια συνωμοσιολογίας. Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁπλῶν Ἑλλήνων ποὺ σ’ ἕνα διάλειμμα χαζεύω ἐναλλακτικὰ (κάνω ζάπινγκ…) στὰ συνήθη τηλεοπτικὰ προγράμματα, προτοῦ γυρίσω στὰ χαρτιά μου. Ἔτσι, πάλι μαζὶ μὲ χιλιάδες ἄλλων Ἑλλήνων τηλεθεατῶν, διαπιστώνω τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅτι γνωστοὶ τηλεοπτικοὶ σταθμοὶ προσφέρουν σωρευτικὰ τουρκικὲς τηλεοπτικὲς σειρὲς συνεχείας (σίριαλ) στὴ θέση ἄλλων, κυρίως ἑλληνικῶν, σειρῶν. Καὶ οἱ σειρὲς αὐτὲς πληροφοροῦμαι ὅτι ἔχουν ὑψηλὴ τηλεθέαση καὶ ἰδιαίτερα χαμηλὸ γιὰ τοὺς τηλεοπτικοὺς σταθμοὺς κόστος. Ἡ ἀπάντηση «ἂν δὲν σοὺ ἀρέσει τὸ πρόγραμμα, κλεῖσε τὴν τηλεόραση ἢ ἄλλαξε κανάλι» εἶναι πάντα πρόχειρη καὶ εὔκολη. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸ – ποὺ εἶναι καὶ ἡ τελικὴ λύση – ἐγείρεται ἕνα ἐρώτημα-ζήτημα: Ποιὸς καὶ γιατί κάνει αὐτὲς τὶς ἐπιλογές; Δὲν εἶναι ἐπιλογὲς μὲ ἐπιπτώσεις γιὰ τὸ εὐρύτερο κοινὸ ποῦ τὶς παρακολουθεῖ; Δὲν ὑπάρχει κάποια ὑποχρέωση τῶν τηλεοπτικῶν σταθμῶν νὰ προσφέρουν – καὶ στὴν ψυχαγωγία – κάτι πιὸ πρόσφορο, πιὸ οἰκεῖο, κάτι ἑλληνικό, ποῦ θὰ ἔδινε δουλειὰ σὲ Ἕλληνες παραγωγούς, καλλιτέχνες, τεχνικούς;
ἴσως κριθοῦν οὐτοπικὲς ἢ ρομαντικές. Τηλεοπτικὲς σειρὲς ποὺ προβάλλονται σὲ τέτοια ἔκταση δὲν πρέπει νὰ βγαίνουν καὶ μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολιτῶν μίας χώρας, ἀπὸ τὰ θέματα καὶ τὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν, ἀπὸ τὶς ἀρχές, τὶς ἀξίες, τὶς ἀντιλήψεις, τὰ προτερήματα καὶ τὰ ἐλαττώματα, ἀπὸ ὅ,τι συνιστᾶ τὴ ζωὴ καὶ τὸν πολιτισμὸ ἑνὸς λαοῦ; Μποροῦν σωρευτικὰ νὰ ἀπηχοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὸν πολιτισμὸ ἑνὸς ἄλλου λαοῦ; Δικαιολογεῖται αὐτὴ ἡ ὑπερβολή;
Οἱ τηλεοπτικὲς σειρὲς ἀνήκουν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, στὸν χῶρο τῆς κινηματογραφικῆς τέχνης. Αὐτὴ ἡ τέχνη, λοιπόν, δὲν ἐπηρεάζει – μὲ τὰ δικά της ἐκφραστικὰ μέσα – τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο, τὴ σκέψη, τὴν προσωπικότητα τῶν τηλεθεατῶν; Καὶ ὡς ψυχαγωγία δὲν ἐπηρεάζει ἀκόμη καὶ τὴ γλώσσα τῶν τηλεθεατῶν, ἰδίως τῶν νέων; Αὐτὰ τὰ σωρευτικὰ γλωσσικὰ ἀκούσματα βοηθοῦν κάπου; Ὅταν μάλιστα ξέρουμε ὅτι ὁ τηλεοπτικὸς λόγος μπορεῖ μέσα ἀπὸ προσεγμένες (καὶ γλωσσικὰ) σειρὲς νὰ λειτουργήσει ὡς ὁ καλύτερος δάσκαλος γιὰ τὴ γλώσσα;
Τὸ τελευταῖο αὐτὸ μὲ φέρνει σ’ ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ γεννᾶται ἀμέσως στὴ σκέψη κάθε καλόπιστου συζητητῆ τοῦ θέματος ποὺ θίγουμε ἐδῶ. Καλά, καὶ οἱ ἑλληνικὲς τηλεοπτικὲς σειρὲς ποὺ προβάλλονταν (καὶ προβάλλονται ἀκόμη περιορισμένα ἢ σὲ ἐπαναλήψεις) εἶναι πρότυπα τέχνης ποῦ ἐπηρεάζουν θετικά; Δὲν ἐνοχλοῦν καὶ βλάπτουν ἀκόμη συχνὰ λόγω τῆς προχειρότητας καὶ τῆς κακῆς τους ποιότητας; Ἀπάντηση: Ναί, ὑπάρχει κι αὐτὸ τὸ πρόβλημα. Ε, λοιπόν, ἡ πρόκληση αὐτὴ τὴν ὥρα εἶναι ἀκριβῶς νὰ βοηθήσουν ὅλοι (παραγωγοί, τηλεθεατὲς μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τους, διαφημιστὲς μὲ τὴ στήριξή τους) νὰ ὑπάρξουν καλὲς ἑλληνικὲς τηλεοπτικὲς σειρὲς (καὶ ἔχουν ὑπάρξει πολλὲς στὸ παρελθόν), γιὰ τὶς ὁποῖες ὑφίσταται καὶ ἕτοιμο ὑλικὸ (ἐπιλογὲς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία καὶ ἀπὸ ἄλλα δυνατὰ κείμενα) καὶ ἄριστο ἔμψυχο καλλιτεχνικὸ δυναμικὸ τὸ ὁποῖο συχνὰ χαραμίζεται σὲ βωμολοχίες καὶ ἀστειάκια καὶ σὲ ἀκραία παραδείγματα τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Ἂν ἑλκύει κάτι τοὺς Ἕλληνες τηλεθεατὲς στὶς τουρκικὲς παραγωγὲς – ἂς τὸ ὁμολογήσουμε – εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν πρότυπα «ἁγνῶν» μορφῶν ζωῆς, ἀξιῶν καὶ σχέσεων ποὺ πᾶνε πίσω μερικὲς δεκαετίες καὶ ποὺ – ὅπως δείχνουν παλαιότερες ἑλληνικὲς κινηματογραφικὲς ταινίες – δὲν ἔχουν πάψει καὶ σήμερα νὰ συγκινοῦν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀμεσότητά τους. Αὐτὸ κάτι σημαίνει.
Οἱ ἑλληνικὲς τηλεοπτικὲς σειρές, ἂν ξαναέπαιρναν τὴ θέση τοὺς ἀπέναντι στὶς τουρκικὲς ἢ τὶς ἀμερικάνικες ἢ ἄλλες, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι σειρὲς ποὺ νὰ ἐμπνεύσουν τὸν Ἕλληνα τηλεθεατή, νὰ ἀνεβάσουν τὴν αὐτοπεποίθηση, τὴν ἐλπίδα, τὸ ὅραμα γιὰ μία καλύτερη ζωή, μέσα ἀπὸ ἕναν ὑγιῆ προβληματισμὸ καὶ κατάλληλη καλλιτεχνικὴ ἔκφραση. Ἔμπνευση, στήριξη, προβληματισμό, ὅραμα καὶ – γιατί ὄχι; – ψυχαγωγία κάποιας ποιότητας, ποὺ νὰ μᾶς ἀνεβάζει, νὰ ἀνακουφίζει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ κουβαλᾶμε ὅλοι, αὐτὸ εἶναι ποὺ χρειαζόμαστε. Μέσα ἀπὸ τὸν δικό μας χῶρο, τὴ δική μας ζωή, τὰ δικά μας προβλήματα, τὶς δικές μας σκέψεις, τὰ δικά μας βιώματα, τὴ δική μας γλώσσα.
Τελειώνοντας, διασαφῶ ὅτι δὲν μιλάω, βεβαίως, γιὰ ἀπαγόρευση ἢ ἀποκλεισμούς. Μιλάω γιὰ μία αἴσθηση μέτρου καὶ αἴσθηση ὁρίων. Ἡ «τηλεοπτικὴ τουρκοκρατία», αὐτὲς ἰδίως τὶς δύσκολες ὧρες τῆς κρίσης ποὺ περνάει ἡ χώρα καὶ ὁ λαός μας, εἶναι στὰ ὅρια τῆς πρόκλησης ποὺ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν εἶναι στὶς προθέσεις τῶν ὑπευθύνων οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἀναζητοῦν οἰκονομικότερες λύσεις γιὰ τὸ πρόγραμμά τους.