Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Η επιθετική αλλαγή του Πούτιν.

Η πολιτική του Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν προς τις γειτονικές του χώρες και τη Δύση έχει παρεξηγηθεί σημαντικά.

Αντί να συγκεντρωθούν στα γεωπολιτικά μοτίβα – συγκεκριμένα, την επίδραση της οικονομικής κρίσης του 2007-2008 στη διεθνή πολιτική – οι σχολιαστές έχουν μετατρέψει το Κρεμλίνο σε ένα ψυχολογικό δράμα που μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσω βαθιάς εξερεύνησης της ρωσικής ψυχής. Το αποτέλεσμα ήταν ανεξέλεγκτες παρανοήσεις για το τι οδήγησε τον Πούτιν να αλλάξει την, όπως φαινόταν, εκσυγχρονιστική, συμφιλιωτική, ακόμη και υπέρ της Δύσης στάση του με επιθετικό αναθεωρητισμό.

Δύο τέτοιες λανθασμένες εξηγήσεις για την υπάρχουσα εξωτερική πολιτική της Ρωσίας έχουν δοθεί. Η πρώτη, δοσμένη από τους αυτοαποκαλούμενους Putin-Versteher (υποστηρικτές του Πούτιν) της Γερμανίας, είναι πως η ρωσική πολιτική είναι μια λογική αντίδραση στη δυτική στρατηγική της περικύκλωσης. Η προς την Ανατολή εξάπλωση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυρίζονται, ήταν μια αχρείαστη πρόκληση. Μάλιστα, ο ίδιος ο George Kennan, ο δημιουργός της στρατηγικής των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση του Ψυχρού Πολέμου, αντιτάχθηκε στην εξάπλωση του ΝΑΤΟ τη δεκαετία του 90 ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους.

Υπάρχουν προφανείς περιορισμοί σε αυτή τη θεωρία. Για αρχή, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι, τον καιρό της κατάρρευσης του Τείχους του Βερολίνου και της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, η Δύση υποσχέθηκε ότι δε θα υπάρξει εξάπλωση του ΝΑΤΟ. Ακόμη και ο Mikhail Gorbachev, στην 25η επέτειο της κατάρρευσης του Τείχους, κατηγόρησε τη Δύση ότι δεν κράτησε τις υποσχέσεις που έκανε το 1989, αντίθετα εκμεταλλεύτηκε «το ξύπνημα της Ρωσίας» της δεκαετίας του 90 για να αξιωθεί το «μονοπώλιο στην ηγεσία και κυριαρχία του κόσμου», και μέσω της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ. Όμως, στην πραγματικότητα, η Δύση ποτέ δεν υποσχέθηκε να μην επεκτείνει το ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα, την άνοιξη του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν ένα ισχυρό επιχείρημα πως μια επανενωμένη Γερμανία δε θα μπορούσε να είναι μέρος δύο διαφορετικών συστημάτων ασφαλείας.

Ένα πιο βασικό στοιχείο είναι πως η Ρωσία κατά τη δεκαετία του 90 έδειξε πολύ λίγη ανησυχία για την εξάπλωση των ευρωπαϊκών δομών στην οικονομία και την ασφάλεια στους ως τότε ακολούθους της Σοβιετικής Ένωσης στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, ή ακόμη και στις πλέον ανεξάρτητες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Αν το είχε κάνει, μάλλον δε θα έπαιρνε στο Κρεμλίνο κοντά στις δύο δεκαετίες για να αντιδράσει.

Η δεύτερη δημοφιλής εξήγηση για την αλλαγή του Πούτιν είναι πως είναι παράλογος, και πως η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι φαντασιώσεις ενός άντρα που πραγματοποιεί τεχνάσματα όπως το να οδηγεί λευκούς γερανούς της Σιβηρίας κατά τη διαδρομή της αποδημίας τους μέσα σε ένα μηχανοκίνητο ανεμόπτερο. Αλλά αυτό δημιουργεί ένα προφανές ερώτημα: Πώς ένα άτομο που άλλοτε φαινόταν ως ο πιο μοντέρνος και αξιόπιστος ηγέτης της Ρωσίας από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β’ – ένας άντρας τον οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους αποκάλεσε «ευθύ και αξιόπιστο» το 2001 – ξαφνικά έγινε πιο τρελός κι από τον Ρασπούτιν;

Μια καλύτερη εξήγηση μπορεί να βρεθεί εάν ακολουθήσουμε τη χρονολογική διαδρομή της μετατόπισης της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, η οποία ξεκίνησε με την κρίση στη Γεωργία το 2008. Όταν η Γεωργία, η οποία φλέρταρε με το ΝΑΤΟ, τοποθέτησε στρατιωτική απάντηση στις επιθέσεις από τους αυτονομιστές της Νότιας Οσσετίας, μια εθνική θύλακα της οποίας η κυβέρνηση δεχόταν τη στήριξη του Κρεμλίνου για περισσότερο από μία δεκαετία, η Ρωσία ξεκίνησε μια πλήρους κλίμακας εισβολή για να προστατέψει την περιοχή. Η Ρωσία επίσης ενίσχυσε την παρουσία της στην Αμπχαζία, άλλη μία αποσπαστική περιφέρεια. Η κρίση, η οποία ακολουθήθηκε από ευρεία έκδοση ρωσικών διαβατηρίων σε γεωργιανούς, προμήνυσε την αποστολή ρωσικών δυνάμεων στην Κριμαία με την πρόφαση της προστασία ρώσων πολιτών.

Ρητορικά, η μετατόπιση ήταν εμφανής ακόμη νωρίτερα. Στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μόναχο το 2007, ο Πούτιν έδειξε ένα νέο πρόσωπο, υπογραμμίζοντας τις δυνατότητες των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών – Βραζιλίας, Ινδία, Κίνα και Ρωσία – να παρέχουν μια εναλλακτική σε αυτό που έβλεπε ως αυθαίρετα μονοπολική παγκόσμια τάξη. Πολλοί παρατηρητές σοκαρίστηκαν με τις δηλώσεις του, και είδαν τον λόγο του ως απόδειξη της ανασφάλειας ή του παραλογισμού του.

Τον επόμενο χρόνο χτύπησε η οικονομική κρίση, πείθοντας τον Πούτιν πως οι εκτιμήσεις του ήταν προφητικές. Η κρίση, κατά τη γνώμη του, ήταν απόδειξη πως οι μέρες της αμερικανικής παγκόσμιας κυριαρχίας είχαν τελειώσει.

Μάλιστα, πριν την κρίση, η Ρωσία είχε συναινέσει με τη λογική του παγκόσμιου καπιταλισμού, αναγνωρίζοντας την ανάγκη να συνεργαστεί με πολυεθνικές επιχειρήσεις για να εκσυγχρονίσει και να επεκτείνει μια οικονομία βασισμένη σε παραγωγή πρώτων υλών και ενέργειας. Ύστερα από την κρίση, ωστόσο, δεν υπήρχε πλέον πολύ κέρδος να αποκτηθεί από τις διεθνείς αγορές – τουλάχιστον όχι σε όρους δύναμης. Αντίθετα, η καλύτερη επιλογή της Ρωσίας ήταν να συνεργαστεί με χώρες που είχαν υιοθετήσει ένα παρόμοιο μοντέλο κρατικο-κεντρικού καπιταλισμού, ιδιαίτερα με την Κίνα.

Η ερμηνεία του Πούτιν για την κρίση ενισχύθηκε από τις πολιτικές εξελίξεις σε Αμερική και Ευρώπη. Οι ΗΠΑ εξέλεξαν έναν πρόεδρο που φαινόταν να έχει σκοπό να περιορίσει τις διεθνείς δεσμεύσεις της Αμερικής. Όταν ξεκίνησε η επανάσταση της Αραβικής Άνοιξης, η αντίδραση των ΗΠΑ ήταν αδύναμη και μπερδεμένη, ταλαντευόμενη ανάμεσα στη δημοκρατική ρητορική και στην υποστήριξη αντι-ισλαμιστών τυράννων. Αυτό βοήθησε τον Πούτιν να παρουσιάσει τον εαυτό του, ειδικά στη Συρία, ως αξιόπιστο υπέρμαχο του γεωπολιτικού πραγματισμού.

Η κρίση χρέους της Ευρώπης – και η φαινομενική αδυναμία των ηγετών της να λάβουν συντονισμένα μέτρα – έδωσε στο Κρεμλίνο επιπλέον επιχειρήματα. Δεδομένου ότι τα συνολικά χρέη και ελλείμματα της Ευρώπης ήταν πολύ μικρότερα αυτών της Ιαπωνίας ή των ΗΠΑ, η λογική ήταν πως θα έπρεπε να μπορέσει να αποφύγει την πόλωση και την παράλυση.    

Πιο γενικά, η πεποίθηση του Πούτιν πως η οικονομική κρίση οδηγούσε τη Δύση να διαλυθεί, συμφωνεί με το παραδοσιακό σοβιετικό γεωπολιτικό σκεπτικό. Όπως δείχνει ο Stephen Kotkin στη νέα του βιογραφία του Στάλιν, η σοβιετική πολιτική ήταν αυστηρά ορθολογιστική. Η Παγκόσμια Ύφεση του ’29 είχε πείσει τον Στάλιν πως οι διαφορετικές παρατάξεις του καπιταλισμού θα ξεκινούσαν πόλεμο, το 1938-1939, η επιθετικότητα των Ναζί φαινόταν πως επιβεβαίωνε αυτή την ανάλυση. Αλλά οι προβλέψεις του Στάλιν διαλύθηκαν με την ήττα του Χίτλερ, όταν τα συγκρουόμενα συμφέροντα δε δημιούργησαν σε σύγκρουση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο.

Ενώ οι Δυτικοί πολιτικοί και δημιουργοί οικονομικών πολιτικών προσπαθούσαν να αποτρέψουν την Παγκόσμια Ύφεση 2, ο Πούτιν λειτουργούσε με την υπόθεση πως εκείνη είχε ήδη φτάσει. Για τη Δύση, η διαχείριση της προκύπτουσας γεωπολιτικής αδιεξόδου θα είναι ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση από την επανόρθωση των κατεστραμμένων οικονομιών.

sofokleous10.gr