Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Πότε μια χώρα είναι εθνικά ασφαλής;

Του Στέλιου Παπαθεμελή


        Το σύστημα έχει εξοβελίσει από τον δημόσιο λόγο κάθε αναφορά στα εθνικά θέματα.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, σέρνεται στην «πεπατημένη» που έχουν παγιώσει τα δύο αυτοκτονιακά δόγματά της, το σχεδόν διαχρονικό περί δήθεν ελληνοτουρκικής φιλίας και το νεότερο περί τάχα εξευρωπαϊσμού της γείτονος και συναφών φληναφημάτων .
Έχουμε οξύ πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, το οποίο δημιουργεί ο ακόρεστος τουρκικός επεκτατισμός. Επικρέμαται ένας μακρόχρονος και κλιμακούμενος στρατιωτικός εκβιασμός. Τον αναγνωρίζει και το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ: « Οι εντάσεις και η αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας και της εθνικής μας ακεραιότητας, είναι καθημερινές και συνεχείς».
Κολλήσαμε όμως στη συνταγή αποτροπής; Τη χιλιοειπωμένη: «διάλογος, στη βάση του διεθνούς δικαίου και του αμοιβαίου σεβασμού» κ.τ.λ. κ.τ.λ.. Απ’ την πεπατημένη στην τετριμμένη! Εννοείται ότι και ο επιτιθέμενος τα ίδια λέει. Οι πράξεις του είναι, και θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται στον αντίποδα. Αυτό είναι το πρόβλημα που οι ημέτερες πολιτικές ελίτ αδυνατούν να καταλάβουν.
Πότε μια χώρα είναι εθνικά ασφαλής; Όταν, λέει ο Walter Lippman,
 
«δεν αναγκάζεται να θυσιάσει τα νόμιμα συμφέροντά της για να αποφύγει τον πόλεμο και είναι ικανή αν απειληθεί  να τα διατηρήσει ακόμη και με προσφυγή στον πόλεμο». Δηλαδή, όταν διαθέτει πραγματική ισχύ.

Αυτό σημαίνει ποιοτικά ανταγωνίσιμη
εθνικοαμυντική θωράκιση, έντιμες δοκιμασμένες συμμαχίες, κοινωνική συνοχή, υψηλό πατριωτικό φρόνημα, το οποίο αρδεύεται συνεχώς από τη διαχρονία των μεγάλων αξιών ζωής.
Τελικά, για να υπάρξει παραγωγικός διάλογος, πρέπει να έχει διασφαλισθεί ελληνοτουρκικό ισοζύγιο πραγματικής ισχύος. Όπερ το γε νυν δεν υφίσταται.
Η Ελλάς μόνη δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στην τουρκική επιθετικότητα.
Η Ε.Ε. είναι άβουλη και αδύναμη.
ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, είναι μονίμως με τον αντίπαλό μας. Εις επίρρωση, η πρόσφατη έκθεση της Ομάδας Ολμπράιτ στα πλαίσια του CFR όπου η γείτων τοποθετείται στη Λέσχη των αναδυομένων παγκόσμιων δυνάμεων και την προορίζουν
για μια θέση ανάλογη της Ιαπωνίας και Ν.Κορέας, ή κατά Μπρεζίνσκι «μοντέλο για τη μελλοντική εξέλιξη του Ιράν» (Βήμα 3/6/12).
Ενός εστί χρεία στρατηγικού εταίρου. Αυτός μπορεί να προκύψει είτε από μια δυναμική στροφή της δικής μας πολιτικής προς ενεργοποίηση των ενδοαμερικανικών ερεισμάτων μας (πολιτικού χρήματος+ψήφων του κοιμώμενου ελληνοαμερικανικού παράγοντα) ή προς αναζήτηση τρίτου που μπορεί και θέλει, ήτοι Ρωσίας-Κίνας.
Έντιμος συμβιβασμός χωρίς αποκατάσταση ισοζυγίου ισχύος, είναι αυταπάτη. Ακούει κανείς;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει «συνολική και κατηγορηματική αντίθεση» για τη συμφωνία Ελλάδος-Ισραήλ. Στη θεωρία, ευήκοη θέση. Στην πράξη τι γίνεται; Υπάρχει η γνωστή ρήξη Ισραήλ-Τουρκίας, η ενεργειακή και όχι μόνον συμφωνία με Κύπρο και η προσέγγιση με την Ελλάδα. Ως πριν, το Ισραήλ ήταν ο μέγας αβανταδόρος των τουρκικών συμφερόντων στις ΗΠΑ και διεθνώς. Δικό του έργο ότι τα τελευταία 20 χρόνια εξαφανίσθηκε από τα διεθνή fora οποιαδήποτε αναφορά σε «εισβολή-κατοχή Αττίλα» και αντ’ αυτής επεβλήθη η απατηλή «Απομόνωση Τουρκοκυπρίων»
Στρατηγικό εταίρο ψάχνουμε, με έντιμους όρους για να αποτρέψουμε τον εχθρό. Αυτός δεν κατευνάζεται, ούτε συγκινείται από το διεθνές δίκαιο. Αλλοιώς θα είχε προ πολλού ξεκουμπισθεί απ’ τη Μεγαλόνησο σε εκτέλεση των αποφάσεων του ΟΗΕ.
Η πρόταση της κυβέρνησης Καραμανλή που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ για την ονομασία των Σκοπίων, κατακυρώνει με ελληνική υπογραφή υπέρ του αντιδίκου το όνομα Μακεδονία. Τα περί «γεωγραφικού προσδιορισμού» είναι οφθαλμαπάτη της πρώτης ημέρας. Από την επομένη όλοι θα τα αποκαλούν σκέτο Μακεδονία, ενώ εμείς θα ψάχνουμε να βρούμε, erga omnes, τον άφαντο γεωγραφικό προσδιορισμό…
Τέλος, σχετικά με την αμυντική πολιτική, για να μην «καλωσορίσουμε» τον νεοοθωμανό, ερχόμενο με τουριστικά πούλμαν, ας λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη πού μας οδήγησαν εξοπλιστικά οι διεφθαρμένοι και ανίκανοι, οι  οποίοι διέλυσαν και την υποτυπώδη αμυντική βιομηχανία μας, ενώ η Τουρκία καλύπτει οίκοθεν τις στρατιωτικές ανάγκες της σήμερα 54% και το 2020 θα φτάσει στο 90%!
Η έγκυρη αντιμετώπιση των εξωτερικών αμυντικών μας θεμάτων, απαιτεί κοινό και ευρηματικό νου και αυτονοήτως «αρετήν και τόλμην».