Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Οι επόμενες εκλογές κινδυνεύουν να καταστούν άκυρες λόγω...ΕΛΣΤΑΤ

Του Κωνσταντινου Zουλα

Σε περίπτωση επαναληπτικών εκλογών, αυτές απειλούνται να κηρυχθούν άκυρες καθώς η ΕΛΣΤΑΤ διεμήνυσε χθες στο υπ. Εσωτερικών ότι δεν θα κατορθώσει να παραδώσει τα στοιχεία της περυσινής απογραφής. Ας ξεκινήσουμε με μία συγγνώμη σε κάποιους από τους απέχοντες στις εκλογές της Κυριακής. Πρόκειται γι’ αυτούς που γεννήθηκαν περί το... 1905 και η μοίρα δεν τους επέτρεψε να περάσουν τα 107 χρόνια ζωής για να προσέλθουν και αυτή τη φορά στις κάλπες...

Θα αναρωτιέστε προς τι ο μακάβριος πρόλογος. Ε, λοιπόν, φίλες και φίλοι, σύσσωμη η πολιτική ηγεσία και η Ελληνική Στατιστική το κατόρθωσαν και αυτό: Σε περίπτωση επαναληπτικών εκλογών, αυτές απειλούνται να κηρυχθούν άκυρες καθώς η ΕΛΣΤΑΤ διεμήνυσε χθες στο υπουργείο Εσωτερικών ότι δεν θα κατορθώσει να παραδώσει τα στοιχεία της περυσινής απογραφής, παρά το γεγονός ότι την υποχρεώνει το Σύνταγμα! Το δε υπουργείο Εσωτερικών αναζητεί πλέον μια αυθαίρετη ερμηνεία του Καταστατικού Χάρτη για να αιτιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Οτι, δηλαδή, και οι διαφαινόμενες επαναληπτικές εκλογές θα ξαναγίνουν με τα δημογραφικά δεδομένα της απογραφής του 2001, παρά το γεγονός ότι όλοι οι ειδικοί επισημαίνουν ότι εδώ και μία δεκαετία οι εκλογικοί κατάλογοι επί της ουσίας δεν έχουν εκκαθαριστεί ακόμη και από τους εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που έχουν περάσει στον άλλο κόσμο.

Η κατανομή των εδρών
Το ακόμη πιο σκανδαλώδες, όμως, είναι ότι, βάσει των πλασματικών αυτών στοιχείων, θα κατανεμηθούν εκ νέου και οι βουλευτικές έδρες. Με συνέπεια, όσοι πολιτευτές έχουν έννομο συμφέρον να μπορούν αμέσως μετά τις νέες εκλογές να καταφύγουν στα εκλογοδικεία και να καταγγείλουν τα αποτελέσματα ως άκυρα.
Για να γίνει πιο κατανοητό, αρκεί η παράθεση του άρθρου 54 του Συντάγματος. Η παρ. 2 αναφέρει ότι «ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με Προεδρικό Διάταγμα, με βάση τον νόμιμο πληθυσμό της περιφέρειας, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή. Τα αποτελέσματα της απογραφής «θεωρείται ότι έχουν δημοσιευθεί με βάση τα στοιχεία της αρμόδιας υπηρεσίας μετά την πάροδο ενός έτους από την τελευταία ημέρα διεξαγωγής της».
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η απογραφή ολοκληρώθηκε πέρυσι στις 27 Μαΐου, είναι απορίας άξιον πώς η ΕΛΣΤΑΤ δηλώνει ότι χρειάζεται τουλάχιστον 2–3 μήνες ακόμη για να παραδώσει τα νέα πληθυσμιακά δεδομένα ανά νομό βάσει των οποίων θα έπρεπε να ανακατανεμηθούν οι βουλευτικές έδρες. Πολύ περισσότερο, όταν ήδη από τον προηγούμενο Ιούλιο δημοσιοποίησε τα γενικά στοιχεία του πληθυσμού ανά περιφέρεια!

Υπενθυμίζεται, μάλιστα, ότι η «Κ» είχε αναδείξει το θέμα ήδη από τις 4 Μαρτίου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο ακυρότητας των εκλογών αν αυτές γίνονταν μετά τις 27 Μαΐου (τότε δεν είχε προκύψει καν το ενδεχόμενο επανάληψής τους).
Ως φαίνεται, ωστόσο, κάτι στρεβλό συνέβαινε ήδη από τότε στη λειτουργία της ΕΛΣΤΑΤ, την οποία υποτίμησε και η πολιτική ηγεσία, που φέρει εξίσου μεγάλη ευθύνη. Διότι, προφανώς, ήταν σε γνώση του υπουργείου Εσωτερικών μία καταγγελία του Πανελλήνιου Συλλόγου της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία κατήγγειλε στις αρχές Απριλίου ότι ζητείται από το προσωπικό να βγάλει σε ένα μήνα τη δουλειά ενός χρόνου, χωρίς μάλιστα να ενδιαφέρεται να πληρώσει τα δεδουλευμένα τους. Πιθανότατα, ωστόσο, και οι υπάλληλοί δεν έχουν αντιληφθεί ότι θα έχουν ίσως και νομικές συνέπειες από την παράβαση καθήκοντος στην οποία έχουν προβεί.
Κατά τα λοιπά, όλοι οι συνταγματολόγοι με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» δήλωσαν το αυτονόητο. Οτι είναι τόσο σαφής η συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να ανακατανείμει τις βουλευτικές έδρες το αργότερο ένα χρόνο μετά την απογραφή, που είναι αδύνατον να μη γίνουν δεκτές οι ενστάσεις που θα καταθέσουν στα εκλογοδικεία όσοι πολιτευτές αποδείξουν ότι θα «έβγαιναν» εάν οι εκλογές γίνονταν με την απογραφή του 2011 και όχι με του 2001. Σε μια τέτοια περίπτωση, δε, θα προκληθεί εκλογικό χάος, καθώς ακόμη και μία έδρα να αλλάξει χέρια, μπορεί να προκαλέσει καραμπόλες ακόμη και σε 10 περιφέρειες!
Υπάρχει άλλωστε και προηγούμενο, καθώς το 1993 η πολιτική ηγεσία είχε και πάλι κληθεί να δώσει εξηγήσεις στα εκλογοδικεία για την επιλογή της να διεξαγάγει τις εκλογές με την απογραφή του 1981 και όχι του 1991. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που στην αναθεώρηση του 2001 αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί το άρθρο 54, προκειμένου να μην επιτρέπεται στον εκάστοτε υπουργό Εσωτερικών να ερμηνεύει κατά το δοκούν πότε οφείλει να λάβει υπ’ όψιν του τα στοιχεία της απογραφής.
Κατόπιν τούτων, είναι προφανές γιατί οι επιτελείς του υπουργείου Εσωτερικών εκπέμπουν από προχθές πλήρη αμηχανία στον τρόπο χειρισμού του θέματος, ενώ βρίθουν οι πληροφορίες για γνωστούς βουλευτές και των δύο «μεγάλων» κομμάτων που πιέζουν να μην αλλάξει τίποτα φοβούμενοι μη χάσουν τις έδρες τους.
Αν, ωστόσο, ο κ. Γιαννίτσης αποφύγει να εκδώσει το Π.Δ. που επιτάσσει το Σύνταγμα, κινδυνεύει να του καταλογιστεί στο ΣτΕ «παράλειψη νόμιμης ενέργειας». Ενώ, αν ανανεώσει το παλαιότερο Π.Δ. που στηρίζεται στην απογραφή του 2001, θα συναντήσει δεκάδες αιτήματα ακυρότητας στα εκλογοδικεία, καθώς σε πλείστες περιφέρειες είναι βέβαιον ότι θα αλλάξει ο αριθμών των εδρών αναλόγως των νέων πληθυσμιακών τους δεδομένων.

Λιγότεροι ψηφοφόροι
Ενδεικτική του πόσο στρεβλή είναι η απεικόνιση του εκλογικού σώματος, είναι μια προχθεσινή τοποθέτηση του κορυφαίου εκλογολόγου Ηλ. Νικολακόπουλου. Εξετίμησε πως οι Ελληνες υπήκοοι που έχουν δικαίωμα ψήφου είναι περίπου 8,3 εκατ. πολίτες, όταν στους εκλογικούς καταλόγους εμφανίστηκαν ακόμη και την προηγούμενη Κυριακή 9,8 εκατ.! Αφησε έτσι να εννοηθεί ότι με τη νέα απογραφή θα μπορούσε να διαλυθεί το χάος που επικρατεί όχι μόνο στη δυνατότητα ελέγχου του πραγματικού εκλογικού σώματος, αλλά ακόμη και του υπολογισμού των εγγεγραμμένων που μας κοιτάζουν από... ψηλά. Ιδού γιατί οι ευθύνες της ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι όχι μόνον συνταγματικές αλλά αντικειμενικά βαρύτατες...