Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Ο ρόλος και η επιρροή της Ικαρίας στην αναγέννηση της Ορθόδοξης Πνευματικότητας

Τό μυστικό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Γένους.

Μιά κολλυβαδική ἱστορία στήν Ἰκαρία! 

Ὁ ἐπισκέπτης τῆς Ἰκαρίας αἰσθάνεται ἰδιαίτερη ἔκπληξη, ὅταν ἀντιλαμβάνεται, ὅτι τά τρία μεγάλα Μοναστήρια τοῦ Νησιοῦ, εἶναι ἀφιερωμένα στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ Μαυριάνου ἱδρύθηκε στά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος καί εὑρίσκεται κοντά στήν ἀκτή τῆς θάλασσας, μεταξύ τῶν χωριῶν Βρακάδες καί Ἀμάλου
Ἡ Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Μοντέ βρίσκεται σέ μία πευκόφυτη περιοχή στήν περιοχή τῶν Ῥαχῶν Ἰκαρίας καί σύμφωνα μέ ἐπιγραφή ἀνοικοδομήθηκε τό 1460 καί ἀνακαινίστηκε τό 1893.
Ἡ Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λευκάδος στό νοτιοανατολικό μέρος τοῦ νησιοῦ, ἱδρύθηκε τό 1775, ἀπό τούς Ἁγίους Κολλυβάδες, Μακάριο ἐπίσκοπο Κορίνθου καί τόν Χίο ἱερομόναχο Νήφωνα.
Ἀπό μία σύντομη περιήγηση στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἰκαρίας εὔκολα ὁδηγούμαστε στό συμπέρασμα, ὅτι ὁ μοναχικός ἤ μᾶλλον ὁ ἀσκητικός βίος πρέπει νά ἀναπτύχθηκε στό Νησί ἀρκετά νωρίς. Αὐτό τό μαρτυροῦν ὄχι μόνον οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανικοί Ναοί, ἀλλά τά διάσπαρτα ἀνά τό Νησί σωζόμενα ἐρείπια κελλιῶν,[1] ὅπως καί τά πολλά, λόγῳ μορφολογίας τοῦ ἐδάφους, σωτήρια καταφύγια πιστῶν Χριστιανῶν.[2] Οἱ κάτοικοι τοῦ Νησιοῦ ζοῦσαν μέ ἔντονο τρόπο τήν ζωή καί τίς παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό κείμενα διαφόρων ἐποχῶν, καθώς διαπιστώνει καί κάποιος ἀνά τήν Ἑλλάδα περιοδεύων Πνευματικός (18ος αἰ.), ὁ ὁποῖος σημειώνει μέ ἔμφαση «...σωφρονεστέρους τῶν Ἰκαρίων οὐδαμοῦ εὗρον»[3], παρά τίς δυσκολίες καί τά δεινά τῆς ἐποχῆς, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί ἀπό τίς συνεχεῖς πειρατικές ἐπιδρομές.
Ἡ ἀποδεδειγμένη πνευματική ἀναβάθμιση τῶν Κατοίκων τοῦ Νησιοῦ σέ συνδυασμό μέ τήν  μορφολογική ὁμοιότητα τῆς Ἰκαρίας μέ τό Ἅγιον Ὄρος ἀπετέλεσαν τίς καλές προϋποθέσεις, ὥστε οἱ ἅγιοι Κολλυβᾶδες Πατέρες, πού προαναφέραμε, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τό Ἁγιώνυμο Ὄρος, νά ἐγκατασταθοῦν στήν Ἰκαρία, διότι ὁ τόπος ἦταν συμβολικῶς γνώριμος καί οἱ ἄνθρωποί του παραδοσιακά εὐσεβεῖς καί ὡς ἐκ τούτου φιλόξενοι καί φιλικοί, ὅπως μέχρι σήμερα.
Μεγάλη ἐντύπωση βέβαια μᾶς δημιουργεῖ ἡ ἐμμονή τῶν Κολλυβάδων  Πατέρων στήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Διότι, ἐάν καί προϋπῆρχε στήν Ἰκαρία  ἀπό τά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Μοντέ Ῥαχῶν, ἐντούτοις κι Ἐκεῖνοι, τό Μοναστῆρι, πού ἀνήγειραν ἐκ βάθρων τό 1775, γιά νά στεγάζουν τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή τους στήν περιοχή Λευκάδος τοῦ Ἁγίου Κηρύκου, τό ἀφιέρωσαν πάλι στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ἀλλά καί ὅταν ἀργότερα μετακινήθηκαν στήν Σκίαθο, καί ἐκεῖ πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἀνήγειραν τήν Ἱερά Μονή τους. Κάτι τό ἰδιαίτερο λοιπόν ἔθελγε τίς ψυχές τῶν ἁγίων Πατέρων σ’ αὐτή τήν ἑορτή.
Ἐπιχειρώντας νά ἑρμηνεύσουμε τήν καρδιακή αὐτή ἐπιμονή, «βυθιζόμαστε» ἐξ ἀνάγκης στό θεολογικό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, καί  στόν «ἀπελευθερωτικό» χαρακτήρα της, καθώς σηματοδοτεῖ τήν πνευματική ἀναγέννηση, τήν νέα εὐκαιρία.
Ὁ Θεός μέ τό «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφο καί Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον» ξεκινᾶ δυναμικά τήν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου θέτοντας ὡς κέντρο του τόν νέο Ἀδάμ, τόν Χριστό, τήν ἐνσάρκωση τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, πού νικᾶ καί αὐτόν τόν θάνατο, ἀφοῦ εἶναι καί προσφέρεται ὡς ἡ ὄντως Ζωή.
Γίνεται ὁ ἴδιος Εὐ-αγγελισμός, χαρούμενο ἄγγελμα δηλαδή, γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἀγωνίζεται νά ἀποτινάξει τή σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας καί ἡ μεγάλη του ἐλπίδα μαζί. Μιά  ἐλπίδα, που ἀνανεώνεται εἰς τό διηνεκές, ἀφοῦ ταυτίζεται μέ τόν Χριστόν. Ἐρχόμενος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μέσα ἀπό τήν ἑορτή καταργεῖ τήν δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἰσχῦν τοῦ θανάτου ὁδηγῶντας τόν ἄνθρωπο στήν ἐλευθερία καί τή σωτηρία του. Στην οὐσιαστική αὐτοπραγμάτωσή του. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἄλλη, ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῆς εὐπερίστατης ἁμαρτίας, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Ζῶντας τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά ἀποτινάξει κάθε ζυγό ἀπό τον τράχηλό του, βρίσκει τό σθένος νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν ἀνεξαρτησία του ἀπό τήν ὁποιαδήποτε σκλαβιά.
Αὐτή ἦταν καί ἡ κεντρική ἰδέα τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ Φιλοκαλικοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων, πού ἀναπτύχθηκε τόν 18ο αἰῶνα. Μέ ἀφετηρία τό πνευματικό περιεχόμενο τῆς Ἑορτῆς προώθησαν ἕνα εἶδος ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ ὑπόδουλου Ὀρθοδόξου Γένους. Θέλησαν να ἐμψυχώσουν τό ὑπόδουλο γένος χρησιμοποιώντας τίς ἀνεξάντλητες καί σωστικές δυνάμεις τῆς ὀρθόδοξης λατρείας καί πνευματικότητας. Προέβαλαν ἐναγωνίως ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τή συχνή θεία Μετάληψη, τήν τιμή τῆς Κυριακῆς, ὡς κατ’ ἐξοχήν ἡμέρας Ἐκκλησιασμοῦ καί θείας Κοινωνίας, τή μελέτη τῶν πατερικῶν, ἀσκητικῶν καί νηπτικῶν κειμένων, τά ὁποῖα ἐξέδωσαν πρός ὠφέλειαν τῶν πιστῶν μέ πολλούς κόπους καί θυσίες. Ἔδωσαν ἔμφαση στήν ἄθληση τῶν Νεομαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας. Ὡς πνευματικοί καί ἐξομολόγοι τους, ἐνεθάρρυναν τούς Νεομάρτυρες στήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ Τούρκου δυνάστη καί στό μαρτύριό τους, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἅγιο Νεομάρτυρα Γεώργιο ἀπό τήν Χώρα τῆς Σάμου. Οἱ Κολλυβάδες ἐμπλούτισαν τό ἑορτολόγιο μέ τή μνήμη τῶν Νεομαρτύρων, ἐξέδωσαν πρός τιμήν τους Ἀκολουθίες, στίς ὁποῖες ἐξυμνοῦσαν τούς βίους καί τόν ἡρωϊσμό τους ἔναντι τῆς Ὀθωμανικῆς Ἀρχῆς. Ἔτσι ἔδωσαν θάρρος στό ὑπόδουλο Γένος, στήριξαν πνευματικά τήν ἐξέγερση καί προετοίμασαν μυστικά καί ἐκ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας.
Τό ὑπόδουλο Γένος εἶχε πλέον τή δυνατότητα νά ἀνελιχθεῖ πνευματικά καί ν’ ἀντιμετωπίσει ὄχι μόνο τόν κίνδυνο τοῦ ἰσλαμισμοῦ ἀπό τήν Τουρκοκρατία, ἀλλά καί τήν πρόκληση το Ερωπαϊκο Διαφωτισμο, ὁ ὁποῖος μέ ὕπουλο τρόπο προωθοῦσε τήν ἐκκοσμίκευση καί τή λογικοκρατία.
Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἡ Ἐθνική μας παλιγγενεσία ὁρίσθηκε νά λάβῃ ἀρχή ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στίς 25 Μαρτίου τοῦ 1821!
Οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, Κολλυβᾶδες Πατέρες μέ τήν ἰδιαίτερη λατρευτική τιμή καί ἀνοικοδόμηση ἱερῶν Μονῶν πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου μαρτυροῦσαν, ὅτι ἡ  πνευματική ἀπελευθέρωση ὁδηγεῖ στήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἔθνους. Μέσον γιά τήν πραγματική ἐλευθερία, ἡ διαρκῶς ἀνανεούμενη ἐλπίδα. Τρόπος γιά τήν ἀνανέωση τῆς ἐλπίδος, τό πανηγύρι τοῦ χαρμοσύνου μηνύματος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο γιά τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου.
Τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου μπορεῖ ν’ ἀποτελέσει καί γιά τό σύγχρονο Ἕλληνα τήν διαρκῶς ἀνανεούμενη ἐλπίδα γιά τόν ἀγῶνα τῆς καρδιᾶς του ἐνάντια σέ κάθε τί, πού δυναστεύει τη ζωή του ἤ ἀπειλεῖ τήν πνευματική του ἀκεραιότητα. Ἀρκεῖ ὁ ἀγῶνας νά διεξάγεται μέσα στά πλαίσια, πού ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει, μέ πίστη στόν Χριστό, ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή, μέ γνώμονα τή διάκριση καί μέ κριτήριο τήν ἀγάπη.

Ἀρχιμανδρίτης
Σωτήριος Κοσμόπουλος


[1] Βλ. Ἰωάννου Μελᾶ, Ἱστορία τῆς Νήσου Ἰκαρίας, ἀπό τῆς καταλήψεως τῆς Νήσου ὑπό τῶν Τούρκων μέχρι τῆς Ἐποχῆς μας, τ. 2, Ἀθῆναι 2001, σ. 261
[2] «Κάτωθεν τῆς  μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρός τό βόρειον μέρος εὕρηται βράχος λελαξευμένος, ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσι γεγλυμμένα γράμματα δυσανάγνωστα, ὧν μόλις διακρίνεται ἡ λέξις ΑΙΤΩΙ 1370, ταῦτα δέ οἱ ἐγχώριοι ἀνάγουσι εἰς εἰκονοφίλους, καταδιωκομένους ὑπό τῶν εἰκονομάχων καί εἰς τήν νῆσον ταύτην καταφυγόντας». Κῶδιξ Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λευκάδος Ἰκαρίας, σ.5
[3] Βλ. Ἐπαμεινώνδα Σταματιάδη, Ἰκαριακά, 1893, σσ. 103-104