Την ώρα που κάποιοι ετοιμάζονταν να υπογράψουν την «καταδίκη» της Κύπρου στις Βρυξέλλες ο στρατηγός και πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Φραγκούλης Φράγκος εκφωνούσε τον πανηγυρικό της 25ης Μαρτίου στην Πάφο της Κύπρου, τονώνοντας το πατριωτικό αίσθημα των αδελφών Κυπρίων, σε μια από τις δύσκολες στιγμές της ιστορίας της μαρτυρικής Μεγαλονήσου.
«Κλήθηκα σήμερα στην Πάφο, εδώ, στην Κύπρο, Παραμονή της 25ης Μαρτίου, να εκφωνήσω τον πανηγυρικό για την επέτειο της επανάστασης του 1821. Δεν υπάρχει μορφή του λόγου δυσχερέστερη...
από τον πανηγυρικό. Ο Ισοκράτης εργάσθηκε επί δέκα έτη προκειμένου να συντάξει το απαράμιλλο μνημείο της Αθηναϊκής δόξας, ως θεμελίου της πανελληνίου ενότητας, τον «Πανηγυρικό» του. Και ο μεγαλόπνευστος «Επιτάφιος» του Ηγέτη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, δεν γνωρίζουμε πόσο απασχόλησε τον Περικλή, ασφαλώς όμως, η μορφή υπό την οποία μας τον παρέδωσε, «δίδαγμα εσαεί» των ελευθέρων ανθρώπων, ο Θουκυδίδης, δεν είναι έργο της μιας στιγμής.
Διότι ακριβώς αυτή είναι η δυσκολία του πανηγυρικού, δηλαδή δεν πρέπει να είναι παφλασμός λόγων και λέξεων έντεχνος - ή και άτεχνος - προκειμένου να συνταχθεί. Πρέπει να αποφεύγει τους συναισθηματισμούς και ο έπαινός του να είναι έλλογος. Να προκαλεί, όχι δάκρυα, αλλά σκέψη. Να επιτρέπει στον σκεπτόμενο ακροατή, χρόνο για περισυλλογή και να τον οδηγεί ελεύθερα σε συμπεράσματα. Διότι, όπως είπε ο Ρήγας ο Βελεστινλής «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά».
Και η δυσκολία γίνεται μεγαλύτερη όταν πρόκειται να επαινεθεί - και να αναλυθεί - ένα γεγονός πολύπλευρο, με ρίζες που υπερβαίνουν αυτά τα ίδια τα γεγονότα, μα και με συνέπειες που υπερφαλαγγίζουν κατά πολύ αυτά που συνέβησαν και όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης (και το «συμβεβηκός» και το «ενδεχόμενον»), δηλαδή το ορατό και το προβλεπόμενο μέλλον.
Γι' αυτό διαπιστώνουμε ότι γίνεται κάθε φορά αντικείμενο ερμηνειών που είναι περισσότερο σύμφωνες με τις αντιλήψεις ή και τα ιδεολογικά συμφέροντα των ερμηνευτών, κατ' αποκλεισμό όλων των άλλων και σμικρύνει έτσι η αξία του ως θεμελιώδους ιστορικού φαινομένου, πανευρωπαϊκής αν μη και παγκοσμίου σημασίας, όπως ήταν η εθνεγέρτρια επανάσταση του 1821.
Και ήταν Ελληνικός ξεσηκωμός γεγονός παγκοσμίου σημασίας.
Ήταν και είναι. Και προς τα έξω και προς τα έσω.
Στην εποχή μετά τη Γαλλική Επανάσταση όπου, αναστατώθηκε η απολυταρχική Ευρώπη, εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Και απέδειξε κάτι το οποίο είχε λησμονηθεί, μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την συγκρότηση της Ιεράς Συμμαχίας. Το κάτι αυτό είναι η αιώνια αλήθεια, ότι δεν υπάρχουν ακλόνητα καθεστώτα. Όσο περισσότερο αυταρχικά είναι, τόσο περισσότερο είναι εύθραυστα.
Ουδείς φανταζόταν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα νικιόνταν από μία φούχτα ραγιάδες. Αλλά οι ραγιάδες αυτοί ήσαν Έλληνες. Και στο τέλος πίστεψαν και αυτοί ότι δεν είναι ραγιάδες.
Και άλλοτε είχε χάσει μάχες ἡ Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά δεν είχε ηττηθεί. Μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου, απείλησε και πάλι τη Δύση και διατήρησε την Κύπρο, την οποία είχε προ ολίγου σφετερισθεί. Και από τον σφετερισμό αυτό, για τον οποίο πολλοί είναι οι αίτιοι - διότι πολλάκις οι άνθρωποι, κυριαρχούμενοι από τον κοντόφθαλμο φανατισμό τους, καθίστανται προδότες του μέλλοντος της φυλής τους - από τον σφετερισμό, λοιπόν, αυτό αρχίζουν τα ανιστόρητα βάσανα της ελληνικής Μεγαλονήσου.
Η ελληνική επανάσταση του 1821 είναι σταθμός στην ιστορία του νεώτερου ελληνισμού γιατί, προπάντων, πετυχαίνει την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την παρουσία της Ελλάδας στον πολιτικό χάρτη του κόσμου. Απ' αυτήν την προσπάθεια δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει η Κύπρος, που 191 έτη μετά στενάζουν τα κατεχόμενα από την μπότα του Αττίλα.
Από την πρώτη στιγμή της δραστηριοποίησης της Φιλικής Εταιρείας, πολλοί διαπρεπείς Κύπριοι μυούνται στα επαναστατικά σχέδια. Την αποστολή μύησης των ιεραρχών και των προκρίτων της Κύπρου αναλαμβάνει ο Δημήτριος Ίπατρος. Το πέρασμά του από το νησί είναι καρποφόρο, αφού όπως αναφέρει «...ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός υποσχέθηκε να συνεισφέρει χρήματα ή τροφή, όσα δύναται ....».
Η συνεισφορά των Κυπρίων στην επανάσταση του 1821 ήταν ιδιαίτερα σημαντική και πολύπλευρη. Όπως και σε διάφορες άλλες ιστορικές συγκυρίες, οι Κύπριοι έδωσαν βροντερά το παρόν τους και κάποιοι εξ αυτών θυσιάστηκαν πολεμώντας σε μάχες δίπλα από μεγάλους οπλαρχηγούς της επανάστασης. Μια πτυχή της ιστορίας που παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «οι Κύπριοι εθελοντές στην επανάσταση του 1821 και στους άλλους εθνικούς πολέμους», ο φιλόλογος- ερευνητής Γιάννης Σπανός, από το 1797 η εθνική αγωνιστική συνείδηση των Κυπρίων οριοθετείται από τον Ιωάννη Καρατζά, έναν από τους 7 συντρόφους του Ρήγα Βελεστινλή που μαρτύρησαν με τον μεγάλο οραματιστή. Στις 19 Ιουνίου 1821, αναφέρεται ακόμα στο βιβλίο, γέμισαν τα καράβια του Κανάρη, στην Ασπρόβρυση της Λαπήθου.
Στο συνέδριο των Φιλικών, τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο της Βεσαραβίας, υπό την προεδρία του Αλ. Υψηλάντη, αποφασίζεται η συνεισφορά της Κύπρου στην επανάσταση να περιοριστεί σε υλική βοήθεια, λόγω της γεωγραφικής θέσης του νησιού, της έλλειψης οπλισμού και της πολεμικής πείρας των κατοίκων. Σε εφαρμογή των προνοιών του Σχεδίου, μετά τη σύσκεψη των Φιλικών στο Ισμαήλι, θα σταλεί στην Κύπρο ο Γορτύνιος Φιλικός Αντώνιος Πελοπίδας, μεταφέροντας επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, με την οποία, μεταξύ των άλλων τον ευχαριστεί για όσα «...υποσχέθηκε (μέσω του Ιπάτρου) για το Σχολείο της Πελοποννήσου …», τον ειδοποιεί « ...ότι η έναρξη του Σχολείου εγγίζει ...» και τον καλεί να «...ταχύνει να εμβάσει τόσο της υμετέρας Μακαριότητας τη συνεισφορά, όσο και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας ...»
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, σύμφωνα και με τις οδηγίες της Φιλικής Εταιρείας, κάνει συνετούς χειρισμούς για να μη γίνει το νησί βορά των λύκων της Καραμανίας. Εκδίδει εγκύκλιο (16 Μαΐου 1821) με την οποία συμβουλεύει και καλεί τους Έλληνες του νησιού να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Ταυτόχρονα δίνει και διαβεβαιώσεις στον Τούρκο Κυβερνήτη της Κύπρου για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων Κυπρίων.
Ωστόσο, οι συνωμοτικές και επαναστατικές διαδικασίες στο νησί έχουν τραγική κατάληξη. Οι βεβιασμένες και ενθουσιώδεις ενέργειες κάποιων Κυπρίων Φιλικών, όπως η κυκλοφορία επαναστατικών προκηρύξεων και η αποθήκευση πυρίτιδας στην εκκλησία της Φανερωμένης στη Λευκωσία, επιτρέπουν στον Κυβερνήτη του νησιού να αφοπλίσει τους κατοίκους (μαχαίρια, αξίνες και άλλα αιχμηρά εργαλεία) και να ζητήσει ενισχύσεις από το Σουλτάνο, υποβάλλοντάς του ταυτόχρονα και έναν κατάλογο 486 προσώπων, που τα θεωρεί ύποπτα. Στο συνοδευτικό έγγραφο τονίζει ότι ο αφοπλισμός δεν ωφελεί « ...εφόσον μένουν εν ζωή οι αναφερόμενοι στον κατάλογο ...», λόγω των επαφών που έχουν με ευρωπαϊκές χώρες και με τα ναυτικά νησιά από τα οποία « ...θα μπορούσαν να προμηθευτούν όπλα ...».
Ο Σουλτάνος, ικανοποιώντας το αίτημα για ενισχύσεις, στέλνει τέσσερις χιλιάδες (4.000) στρατιώτες, ενώ, αρχικά, αρνείται την εξόντωση των προγραφέντων. Στη συνέχεια όμως, μετά τις μεγάλες επιτυχίες των Ελλήνων στην κυρίως Ελλάδα, διατάζει την σφαγή τους, η οποία αρχίζει στις 9 Ιουλίου 1821.
Πρώτοι εκτελούνται ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρήνειας Λαυρέντιος.
Πρώτο θύμα, όπως αναφέρθηκε, ήταν ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός που αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του και να καταφύγει στο εξωτερικό, βάδισε συνειδητά προς την αγχόνη, κερδίζοντας την αθανασία στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού. Σ’ αυτή του την απόφαση εκδηλώνεται η ελληνορθόδοξη παράδοση της Κύπρου και συμπυκνώνεται το υπερ-ιστορικό πνεύμα του ελληνισμού στον αγώνα του για την πατρίδα και την ελευθερία. Αυτό το πνεύμα εκφράζει και η απάντηση που έδωσε στις απειλές του Τούρκου κυβερνήτη της Κύπρου περί αφανισμού των Ρωμιών, με την οποία διασώζει ταυτόχρονα και την εθνική μας αξιοπρέπεια:
Η Ρωμιοσύνη έν* φυλή συνότζιαιρη* του κόσμου
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη*
Κανένας γιατί σσιέπει* την πού τάψη* ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη.
(Εν = είναι
Συνότζιαιρη = σύγχρονη
Ιξηλείψει = εξαλείψει
Σσιέπει = σκεπάζει, προστατεύει
Τάψη = τα)
Ανάμεσα στους Κύπριους κληρικούς εθνομάρτυρες της επανάστασης είναι ακόμη δύο διαπρεπείς ιεράρχες. Ο Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής και ο Νικομήδειας Αθανάσιος Καρύδης. Ο Φιλόθεος είναι για 25 χρόνια Επίσκοπος Δημητσάνης. Ενισχύει συστηματικά τα εκπαιδευτικά της περιοχής του, τις περίφημες σχολές της Δημητσάνας, της Στεμνίτσας και της Βυτίνας. Μυείται από νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και στη συνέχεια ο ίδιος μυεί μαζικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Δημητσάνας. Φυλακίζεται στην Τρίπολη, λίγο πριν την έναρξη της Επανάστασης. Πεθαίνει στις 10 Σεπτεμβρίου 1821, λίγο πριν ο Κολοκοτρώνης μπει στην πόλη.
Ο Νικομήδειας Αθανάσιος Καρύδης (1755), συνοδικός, βρίσκεται στο Πατριαρχείο και συλλαμβάνεται μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και τους Μητροπολίτες Εφέσου Διονύσιο και Αγχιάλου Ευγένιο. Γέροντα και άρρωστο τον σέρνουν στο Πάρμα της Καπουσού, για να τον κρεμάσουν.
Στον κατάλογο των Κυπρίων κληρικών της επανάστασης είναι και ο Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησέας, συγγενής του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, με πολύπλευρη δράση, μέσα και έξω από την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησέας, με τον ενθουσιασμό που τον διακρίνει, μοιράζει στο νησί προκηρύξεις της Φιλικής Εταιρείας και δίνει το πρόσχημα στον Τούρκο Κυβερνήτη της Κύπρου για τις σφαγές των Αρχιερέων και των προκρίτων. Διαφεύγει στην Ελλάδα και λαμβάνει μέρος σε πολλές μάχες.
Αναφορά επίσης γίνεται σε ποιητική μαρτυρία για τον απόπλου επαναστατών από την Καρπασία. Στα ελληνικά αρχεία καταγράφονται πέραν των 580 νέων που έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να πολεμήσουν. Έχοντας μάλιστα ως όραμά τους τη Μεγάλη Ελλάδα.
Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης αναφέρει τα εξής: «Είπαν μου πώς εφύασιν ποτζιεί που το Καρπάσιν μια κοπή παίδκιοι τοπιανοί τζιαι πώς επήαν πέρα, πέρα στους λας που πολεμούν τζιαι παν κατά την Πόλη».
Χαρακτηριστικά επίσης της συμμετοχής των Κυπρίων στην επανάσταση, είναι και οι εκποιήσεις των περιουσιών και η μεταφορά των χρημάτων στην επαναστατημένη Ελλάδα. Παραδείγματα οι αδελφοί Θησείς, Θεόφιλος, Νικόλαος, Κυπριανός και άλλοι, που συντηρούσαν με δικές τους δαπάνες σώματα επαναστατών. Όπως αναφέρεται, έδωσαν τα πάντα και μερικοί από τους επιζήσαντες πέθαναν «επί της ψάθας», όπως μαρτυρούν οι θυγατέρες του Χαράλαμπου Μάλη και οι χήρες των Θησέων σε επιστολές τους. Ενδεικτικό το μήνυμα της 25ης Απριλίου 1825 προς το Εκτελεστικό. «Σεβαστή Διοίκησις! Ημείς εχάσαμεν μαζί με την πατρίδα και τας οικίας μας. Είδομεν τους συγγενείς μας εσφαγμένους και ενταύθα, απ’ αρχής του ιερού Αγώνος, αγωνιζόμενοι, τρέφομεν αυτάς τας ελπίδας, του ν’ ανακακτήσωμεν την πατρίδα ελευθέραν». Ενδεικτικές της συμβολής των Κυπρίων στους αγώνες του έθνους οι δύο επιστολές προς Καποδίστρια, εκ μητρός Κυπρίου, της 19ης Αυγούστου και της 17ης Νοεμβρίου 1828.
Αλλά συγκλονιστικές και οι μαρτυρίες προσωπικοτήτων της επανάστασης όπως του Κολοκοτρώνη, του Μαυρομιχάλη, του Μακρυγιάννη, του Κανάρη, του Μαυροκορδάτου και πλήθος άλλων κορυφαίων ηγετών και οπλαρχηγών, υμνούν με έγγραφά τους, τους Κυπρίους επαναστάτες που πολέμησαν παντού. Χαρακτηριστικά, ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε επιστολή του, μνημονεύει τον Κωνσταντίνο Κυπριώτη. Πολέμησε σε όλες τις μάχες και σκοτώθηκε, καθώς επίσης και τον γιο του Γεώργιο, που έπεσε πολεμώντας, συνειδητός συνεχιστής του ηρωισμού του πατέρα του. Ο Πετρόμπεης και ο Μακρυγιάννης υμνούν «τον ανδρειότερο και γενναιότερο» Αγγελή Κύπριο, ο Κολοκοτρώνης τον Ιωάννη Γεωργίου, ο Μαυροκορδάτος τον Κύπριο που με κίνδυνο της ζωής του τον έσωσε από τους κακοποιούς.
Το φοβερό τραύμα το κατάφεραν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες. Γι΄ αυτό, δηλαδή και γι΄ αυτό, η Ελληνική Επανάσταση είναι κοσμο-ιστορικής σημασίας γεγονός. Βεβαίως, το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Βεβαίως, η νίκη πολλάκις διακυβεύθει από τις συνήθεις αθλιότητες των φρικτών ελαττωμάτων μας.
Βεβαίως, το ευρωπαϊκό φιλελληνικό ρεύμα έδωσε φτερά στους αγωνιζομένους και οδήγησε στο Ναυαρίνο σε ουσιαστική ανυπακοή των συμμαχικών στόλων στις κυβερνήσεις τους. Το γεγονός όμως μένει. Και είναι το αποτέλεσμα. Ύστερα από θυσίες αμέτρητες, από ηρωισμούς υπεράνθρωπους, από ολοκαυτώματα ψυχών και σωμάτων, η Ελλάδα έγινε ελεύθερη. Και στην ιστορία, όπως και στη ζωή, «τα στερνά τιμούν τα πρώτα».
Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιστορικό γεγονός παγκοσμίου σημασίας και διότι κλόνισε οριστικά το δέος των λαών και την πίστη στο μύθο του ακλόνητου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν συνήλθε αυτή πλέον ποτέ, για μεγάλο διάστημα, ως δύναμη παγκοσμίου σημασίας.
Αλλά δεν είναι μόνο ο λόγος αυτός που καθιερώνει την Ελληνική Επανάσταση ως ιστορικής σημασίας γεγονός. Ο ξεσηκωμός του '21 εισέφερε στην ιστορία της Ευρώπης αρχικά και του Κόσμου έπειτα, μια άλλη έννοια, τον πατριωτισμό.
Ο ελληνικός λαός γνωρίζει εξ αρχής, ότι δεν χρειάζεται να εφεύρει τίποτε εκ των υστέρων, διότι έχει παρελθόν, δηλαδή ιστορία, ότι συνδέεται με αυτήν και ότι την συνεχίζει. Εξ ονόματος αυτής της ιστορίας, αυτής της πίστεως και αυτού, ας πούμε τη λέξη, του πατριωτισμού, ύψωσε το λάβαρο της ανταρσίας κατά του δυνάστη του. Και στο όνομα αυτού δημιουργήθηκε ο φιλελληνισμός. Και αυτόν εισέφερε στην πολιτική κονίστρα της Ευρώπης με την Επανάσταση του και με την νίκη του. Τον πατριωτισμό.
Οι Έλληνες κατά την Τουρκοκρατία απέκτησαν την συνείδηση της ιστορικής τους συνέχειας. Γι΄ αυτό, σε αυτούς πρώτους φούντωσε η έννοια του πατριωτισμού. Οι Ευρωπαϊκοί λαοί αργότερα, κατέκτησαν την μεγάλη αυτή έννοια και την συνειδητοποίησαν με τον ξεσηκωμό μας.
Αλλά η Τουρκοκρατία αποκάλυψε σε συνάρτηση με τον πατριωτισμό, δηλαδή με την πεποίθηση στη συνέχεια της κρατικής υπόστασης της Ελλάδας, και μια άλλη, σύγχρονη έννοια. Την έννοια της ενεργού νομιμότητας.
Οι Έλληνες πίστεψαν ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνεχιζόταν. Και ότι αντιπρόσωπος του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ήταν η Εκκλησία, ως κατ' εντολή αυτού ηγέτης του αιχμαλώτου Γένους.
Το Έθνος οφείλει πολλά στην Εκκλησία του. Ουδέποτε όμως είδε την Εκκλησία ως αυτοτελή πολιτική εξουσία. Η βασική πολιτική διαφορά με τον Παπισμό είναι αυτή.
Το θεμέλιο του πατριωτισμού είναι, όπως συνειδητοποιήθηκε με την Ελληνική Επανάσταση, ο λαϊκός οπτασιασμός της μακραίωνης συνέχειας. Οι Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, πίστεψαν βαθιά ότι είναι συνεχιστές, όχι μόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και της αρχαίας Ελλάδας και επήλθε ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τους αγώνες του έθνους.
Αυτής της ιστορικής για την εξέλιξη της Ευρώπης, αλλά και γενικότερα του Κόσμου, επέτειο της Επανάστασης του 1821, τιμούμε σήμερα.
Αλλά η τιμή δεν είναι δυνατόν, ούτε πρέπον, ούτε ελληνικό, να περιορίζεται μόνο στους εορτασμούς. Πρέπει κάθε φορά που δίδεται η ευκαιρία, με τον εορτασμό των μεγάλων σταθμών της ιστορίας μας, οι σύγχρονοι Έλληνες, από του ανώτατου μέχρι του κατώτατου, να προβαίνουμε στον έλεγχο της συνειδήσεώς μας, να αντιπαραθέτουμε όχι τις πράξεις μας προς τις πράξεις των τιμωμένων προγόνων, διότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αναπλάσετε μόνο, υπό άλλες μορφές, αλλά την πίστη μας προς την πίστη τους, τον πατριωτισμό μας προς τον πατριωτισμό τους, τη θέλησή μας για την ελευθερία του Γένους και τη νομιμότητα της συνεχείας του, προς τα δικά τους χαρίσματα.
Δεν φθάνει δηλαδή η επίκληση του Σολωμού :
Ὦ τριακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ' ἐμᾶς
τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μὲ σᾶς!
Το κάλεσμα του Γένους επιβάλλει να είναι κάθε νεότερη γενιά, καλύτερη από την προηγούμενη. Να διδασκόμαστε μεν από το κλέος, αλλά και από τα ολισθήματα του παρελθόντος, να τάσσουμε όμως ως στόχο να είμαστε - όχι να γίνουμε - «πολλῷ κάρρονες».
Διότι οι καιροί δεν είναι μενετοί. Η ανθρωπότητα προχωρεί προς ένα άδηλο αλλά κοσμογονικό μέλλον. Πρέπει να βοηθήσουμε και εμείς στην οικοδόμησή του, κατά τις δυνάμεις μας. Οι βραδυπορούντες συνθλίβονται. Και όσοι βλέπουν μόνο προς τα πίσω, καταρρέουν.
Και οι δυνάμεις μας αυτές συναρτώνται από το παρελθόν μας, διότι έχουμε τίτλους που λίγοι λαοί έχουν, αλλά εξαρτώνται και από την δική μας θέληση, θέληση και πίστη ομονοίας, μόχθου και συγχρόνων ιδανικών.
Η πρόκληση του διαγραφομένου μέλλοντος προβάλλει απειλητική.
Δεν βρίσκω άλλη έκκληση προς τους Έλληνες, παρά το χορικό του «Φαέθοντος» του Ευριπίδη, όπως το μαθαίναμε στα νιάτα μας στο Γυμνάσιο, που παίρνει σήμερα, ένα αλλόκοτο συμβολισμό:
Ἔγρεσθ’ ἔγρεσθ' ἀπὸ κοίτας• ἤδη φέγγος κατὰ γᾶν γλαυκᾶς ἔλαμψεν Ἕω• φεύγει δι' ἂστρ’ εἰς νύχθ’ ἱεράν.
Τότε θα μπορούμε να ακούσουμε με το κεφάλι ψηλά, την εντολή του Κωστή Παλαμά:
«Αυτό το λόγο θα σας πώ,
δεν έχω άλλο κανέναν.
Μεθύστε με τ' αθάνατο
Κρασί του Εικοσιένα»
Σε μια εποχή κατά την οποία οι σειρήνες της παγκοσμιοποίησης πολιορκούν την εθνική συνείδηση και ο κίνδυνος της εθνικής αλλοτρίωσης είναι υπαρκτός, πρέπει να προβάλλονται εκείνα τα πρότυπα, που διασώζουν την αξιοπρέπεια του Έλληνα και αντιμετωπίζουν το θάνατο ως μια προσφορά προς το έθνος.
Τέτοια πρότυπα αποτελούν οι Κύπριοι αγωνιστές εθνομάρτυρες που συμμετέχουν και θυσιάζονται στην επανάσταση του 1821 και οι οποίοι παρουσιάζουν ανάγλυφα την εικόνα του νεώτερου ορθόδοξου Έλληνα, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα στην ιστορική του πορεία. Μέσα από τη θυσία τους αποκαλύπτεται «η ελληνορθόδοξη ψυχή της Κύπρου και συμπυκνώνεται το υπερ-ιστορικό πνεύμα του ελληνισμού στον αγώνα του για την πατρίδα και την ελευθερία».
Και αν σήμερα οι Έλληνες είμαστε ελεύθεροι και ανεξάρτητοι σε Ελλάδα και Κύπρο, με τα κατεχόμενα να στενάζουν από τον Τούρκο κατακτητή, αυτό έγινε γιατί βαδίσαμε ενάντια στο ρεύμα της Ιστορίας, και όχι γιατί ήμασταν πειθήνιοι στις βουλές των δυνατών και προσαρμοστικοί στο κυρίαρχο ρεύμα της κάθε εποχής. Το ζήτημα, λοιπόν, έχει τεθεί. Σήμερα, 25η Μαρτίου, γιορτάζουμε την έναρξη της επανάστασης του 1821. Ήρθε ο καιρός να πάρουμε στα χέρια μας την ιστορική σκυτάλη και να την ολοκληρώσουμε.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟ,
ΑΜΕΣΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΟΖ, ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΑΙΩΝΙΩΝ ΠΟΘΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.
«Ένας λαός γράφει την ιστορία του, όχι για να αφηγηθεί το παρελθόν του, αλλά για να δηλώσει αυτό που θέλει να είναι στο μέλλον.» RichardRortryΑμερικανός φιλόσοφος (4 Οκτ 1931 - 8 Ιουν 2007).»