«Oλοι ήξεραν τι συνέβαινε στον Νότο, η Ευρωπαϊκή Ενωση, το ΔΝΤ και κυρίως η Goldman Sachs, που βοήθησε την Ελλάδα να μπει στην ΟΝΕ και λίγο μετά προσέλαβε τον Μάριο Ντράγκι για CEO της Ευρώπης και αργότερα τον Μάριο Μόντι ως σύμβουλο», καταγγέλλει ο διακεκριμένος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για τη Μελέτη των Κοινωνιών στη Γερμανία, Βόλφγκανγκ Στρέεκ.
Ο Γερμανός καθηγητής επισημαίνει ότι η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία κλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση για πολιτικούς λόγους, για να σταθεροποιηθεί η περιοχή και να αποφευχθεί «η επιστροφή μιας δεξιάς δικτατορίας ή μία κυβέρνηση της Αριστεράς». Ηλπιζαν ότι η κεντρώα δημοκρατία, ο καπιταλισμός, η πρόσβαση στην αγορά της Ευρώπης και τα διαρθρωτικά ταμεία θα επέφεραν μια βιώσιμη ευημερία. Ομως, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αυτή η ελπίδα μπορούσε να κρατηθεί ζωντανή μόνο μέσω μιας τεράστιας εισαγωγής δανείων που υποκαθιστούσαν την ευημερία. Για να έχουν τα δάνεια προσιτά επιτόκια για την Ελλάδα και τους υπόλοιπους οφειλέτες, έπρεπε να γίνουν μέλη της νομισματικής ένωσης. Οσα συνέβησαν έκτοτε ήταν γνωστά και εμφανή σε όλους».
Η Goldman, εκτός από χρήμα, είναι διάσημη από το γεγονός ότι παράγει στελέχη για τον Λευκό Oίκο και υπουργούς Oικονομικών των Hνωμένων Πολιτειών. Τον Ιούνιο του 2006, ο Tζορτζ Mπους επέλεξε τον Xένρι «Xανκ» Πόλσον, που ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs. Bεβαίως, από τα σπλάχνα της Goldman προερχόταν και ο επιτυχημένος υπουργός Οικονομικών του Μπιλ Κλίντον, Ρόμπερτ Ρούμπιν. Επίσης, με τεράστιο κύρος που απέκτησαν εκτός εθνικών συνόρων, ο Μάριο Ντράγκι τοποθετήθηκε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ο Μάριο Μόντι στον ρόλο του τεχνοκράτη πρωθυπουργού της Ιταλίας. Τοποθετήσεις που αναδεικνύουν την υποταγή της εθνικής πολιτικής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομική εξουσία. Τι σημαίνουν όλα αυτά για την εθνική κυριαρχία και τη Δημοκρατία; Οποιος έχει απλές απαντήσεις σίγουρα κοροϊδεύει τον κόσμο. Πάντως, κοινή συνισταμένη και στην Ελλάδα και στην Ιταλία είναι η οικονομική κρίση, που έχει ένα έντονα πολιτικό στοιχείο. Στην Ιταλία, παρακολουθούμε το τέλος του μπερλουσκονισμού, μιας εποχής που σημαδεύτηκε από την εξαχρείωση ηθών και θεσμών. Στην Ελλάδα, καταρρέει ένα πολιτικό σύστημα με σπασμούς, με μεγάλο κίνδυνο να συμπαρασυρθεί και ολόκληρη η χώρα.
Τέλος, αξίζει να θυμίσω ότι στα 16 δισ. ευρώ θα ανέλθει για την Ελλάδα το τελικό κόστος του περιβόητου swap της Goldman Sachs, που έλαβε χώρα επί κυβερνήσεως Σημίτη το 2001 με στόχο να κρύψει χρέος 2,8 δισ. ευρώ. Η Goldman Sachs σε ένα και μόνο βράδυ από εκείνο το swap κέρδισε 400.000.000 ευρώ, ντροπιάζοντας μια χώρα της Ευρώπης, της οποίας εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη. Το περίεργο και αξιοσημείωτο είναι ότι για πολλά χρόνια μετά το 2001 (που έγινε το swap) η αμερικανική τράπεζα είχε προνομιακή πρόσβαση έως το 2010 σε γραφεία υπουργών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Στον ισολογισμό για το έτος 2010, που κατατέθηκε το περασμένο φθινόπωρο στη Βουλή από τον υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, αναφέρεται ότι τη συγκεκριμένη χρονιά «το εκτός αγοράς» swap πρόσθεσε στο χρέος 5,2 δισ. ευρώ. Ηταν η χρονιά που το ποσό καταγράφηκε επίσημα στο χρέος, ύστερα από πιέσεις που άσκησαν η Eurostat και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν στο ποσόν αυτό προσθέσουμε και τους τόκους (περίπου 300.000.000 ετησίως έως το 2037), το σύνολο του κόστους που θα καταβάλει η χώρα για το swap θα ανέλθει στα 16 δισ. ευρώ.
Ζέτα Ζήκου, Καθημερινή